Δεν ξέρω πώς να αρχίσω την ιστορία μου, είναι όλα τόσο μπερδεμένα... Ας τα παρω καλύτερα από την αρχή.
Θυμάμαι πως όταν ήμουνα μωρό κάποιοι μ' αγκάλιαζαν και μου γλυκομιλούσαν. Με φώναζαν με άλλο όνομα αλλά δεν θυμάμαι ποιο ήταν αυτό. Μια μέρα ήρθε ένας άντρας και με πήρε, ήθελε λέει να με κάνει δώρο στη γυναίκα του επειδή ήμουνα πολύ όμορφη. Σκέφτηκα πως θα ήταν κάτι καλό μιας και το δώρο πάντα είναι καλό, δωράκια μου κάνανε όταν ήμουνα μωρό κάτι τέλεια μπαλάκια που τρέχανε μόλις τα άγγιζα κι εγώ τα κυνηγούσα, δωράκι ήτανε και εκείνο το πολύχρωμο σχοινάκι που παίζαμε με τα αδερφάκια μου. Αποχαιρέτησα τη μάνα μου και τους ανθρώπους που με φροντίζαν μέχρι τότε και ακολούθησα τον άντρα...
Με έβαλε μέσα σε ένα σκοτεινό χαρτόκουτο και ένιωσα πως με σήκωνε ψηλά, τρόμαξα και άρχισα να κλαίω. "Σκάσε παλιόσκυλο" μου φώναξε και τρόμαξα ακόμα πιο πολύ και έκλαιγα με μεγαλύτερη απελπισία. Όση ώρα ήμουνα μέσα στο κουτί, ένιωθα τραντάγματα, άκουγα φωνές, φασαρία, δεν καταλάβαινα τί μου συμβαίνει, μήπως δεν ήταν και τόσο ευχάριστο τελικά αυτό που θα ζούσα?
Όταν ανοίξανε επιτέλους το κουτί και με βγάλανε έξω, με πήρε αγκαλιά μια καλή κυρία και μου μιλούσε γλυκά. Δεν πολυκαταλάβαινα τί μου έλεγε αλλά ένιωσα ασφαλής. Δεν κράτησε πολύ όμως αυτό το αίσθημα. Μετά από λίγο μου βάλανε ένα κολλάρο στο λαιμό και με δέσανε με αλυσίδα έξω από ένα σπιτάκι. Κοίταξα γύρω μου, ο χώρος ήταν τεράστιος, χώμα, χαλίκι, σκουπίδια, 2-3 δέντρα κάπου μακριά και ένα μεγάλο γκρίζο τρομαχτικό κτίριο. Έκλαιγα όλη μέρα, παρακαλούσα να με πάρουνε από κει, φοβόμουνα μόνη μου αλλά κανείς δεν με άκουγε. Μου φέρανε φαγητό και νερό κάποια στιγμή αλλά δεν ήθελα, ήθελα μόνο να γυρίσω πίσω, να ξυπνήσω και να καταλάβω πως ήταν ένας εφιάλτης πως δεν το ζούσα πραγματικά αυτό.....
Όμως δεν ξύπνησα ποτέ από τον εφιάλτη. Δυστυχώς μέρα τη μέρα γινότανε χειρότερος. Γρήγορα κατάλαβα τί συμβαίνει γύρω μου. Θα ζούσα την υπόλοιπη ζωή μου σ’ αυτό το τρομαχτικό μέρος που το λέγανε εργοστάσιο. Σε ένα σπιτάκι σε μια γωνιά του οικοπέδου. Θα ήμουνα μόνη μου, μακριά απ’ όσα είχα αγαπήσει και απ’ όσους έλπιζα να με αγαπήσουν. Στην αρχή πάλεψα να το αποφύγω, προσπάθησα να βρω τρόπο να ξεφύγω αλλά στάθηκε αδύνατο. Την ημέρα που οι πόρτες ήταν ανοιχτές, ήμουνα συνεχώς δεμένη με αλυσίδα και τη νύχτα κλείνανε οι βαριές σιδερένιες πόρτες και η περίφραξη γύρω γύρω ήταν πολύ γερή, δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Απελπίστηκα, μα το πήρα απόφαση……
Μια μέρα έγινε κάτι αναπάντεχο…. Τους είδα να’ρχονται κατά πάνω μου κρατώντας στην αγκαλιά ένα μωρό. Το φέρανε δίπλα μου και το δέσανε κι αυτό. Το κακόμοιρο, εγώ ήξερα τη μοίρα του μα εκείνο όχι. Αποφάσισα να του δώσω όλη την αγάπη που δεν δώσανε σε μένα, να γίνω η μάνα που έχασε, η αδερφή που αποχωρίστηκε…. Πέρασε ο καιρός και ο μικρός μεγάλωσε. Εκείνον τον φωνάζανε Johny, εμένα «φύγε από δω σκύλα». Όταν μιλούσανε για μένα λέγανε «η σκύλα» και κατάλαβα ότι αυτό είναι το όνομά μου. Ο μικρός είχε την εύνοια του αφεντικού. Πάντα έτρωγε καλύτερα, ήτανε ελεύθερος περισσότερο, και το αφεντικό καμιά φορά έτρεχε μαζί του και τον χάιδευε κιόλας. Χαιρόμουνα για εκείνον.
Ώσπου μια μέρα τους είδα να τρέχουνε ο ένας μπροστά και ο άλλος από πίσω με μια καρέκλα στα χέρια. Ξαφνικά η καρέκλα προσγειώθηκε με δύναμη στη ράχη του μικρού και έγινε κομμάτια. Ήρθε κλαίγοντας και φωνάζοντας προς το μέρος μου, τα σπίτια μας είναι δίπλα δίπλα, αλλά δεν ήθελε τη συντροφιά μου. Από τότε έγινε απόμακρος και επιθετικός, παρατήρησα τη σχέση του με το αφεντικό και έβλεπα όλο και πιο συχνά να τον χτυπάει πότε με τα χέρια, με τα πόδια πότε με ξύλα ή καρέκλες. Όσες φορές προσπάθησα να παρέμβω, χτυπήθηκα άσχημα κι εγώ, μα δεν μου πήγαινε καρδιά να τον αφήσω μόνο.
Ο αφεντικός δεν φρόντισε να στειρώσει κανέναν από τους δύο, για το Johny ούτε κουβέντα ήταν το αρσενικό που επιβεβαίωνε τον δικό του αντρισμό. Μα ούτε και για μένα φρόντισε. Έτσι μετά από λίγο καιρό ήρθαν στον κόσμο τα παιδιά μου με πατέρα τον άλλοτε μικρό προστατευόμενο φίλο μου. Ένιωσα πως επιτέλους θα μου συμβεί κάτι καλό, θα μπορούσα να δώσω στα παιδιά μου όσα δεν δώσανε σε μένα, έστω κάτω από αυτές τις συνθήκες. Πόσο γελάστηκα! Ήρθε ο αφεντικός και τα πήρε μετά από 2 μέρες, μου άφησε μόνο ένα αγοράκι. Τα άλλα τα έβαλε μέσα σε ένα χαρτόκουτο και τον άκουσα να λέει πως θα τα αφήσει στο απέναντι χωράφι. Έκλαψα φώναξα, προσπάθησα να τον εμποδίσω μα το μόνο που κέρδισα ήταν άλλη μια σπασμένη καρέκλα στη ράχη μου.
Από τότε ζούμε και οι τρεις μαζί. Στη δεύτερη γέννα μου κρύφτηκα μήπως και γλιτώσω τα παιδιά μου, μήπως δεν μας βρει, όμως μας βρήκε γρήγορα, μου πήρε και πάλι βίαια όλα τα μωρά μου και τα πέταξε στον κάδο.
Πριν από 2 ημέρες γέννησα 5 μωρά. Το ένα πέθανε αμέσως. Τυχερό…. Τα άλλα 4 δεν μου τα έχει πάρει ακόμα. Στην αρχή απόρησα, μα σήμερα έμαθα το γιατί. Μια κυρία, λέει, του υποσχέθηκε να βρει σπίτια για τα μωρά μου, να ζήσουνε, να έχουνε οικογένεια, δεν το πιστεύω. Όμως μ’ αφήνει να τα έχω κοντά μου, να τα ταϊζω, να τα καθαρίζω, ίσως λοιπόν να είναι αλήθεια. Μακάρι…… Μακάρι να υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι πραγματικοί που να φροντίσουν τα μωρά μου και να τα αγαπήσουν, να μην έχουν την ίδια καταραμένη τύχη με μένα μα ούτε και με τα άλλα μου παιδιά.
Σας κούρασα το ξέρω, σας ευχαριστώ που με υπομείνατε.
Την αγγελία για τα κουτάβια της «σκύλας» θα την βρείτε στις αγγελίες «χαρίζονται». Βοηθείστε αν μπορείτε, όποιος μπορεί…….
Θυμάμαι πως όταν ήμουνα μωρό κάποιοι μ' αγκάλιαζαν και μου γλυκομιλούσαν. Με φώναζαν με άλλο όνομα αλλά δεν θυμάμαι ποιο ήταν αυτό. Μια μέρα ήρθε ένας άντρας και με πήρε, ήθελε λέει να με κάνει δώρο στη γυναίκα του επειδή ήμουνα πολύ όμορφη. Σκέφτηκα πως θα ήταν κάτι καλό μιας και το δώρο πάντα είναι καλό, δωράκια μου κάνανε όταν ήμουνα μωρό κάτι τέλεια μπαλάκια που τρέχανε μόλις τα άγγιζα κι εγώ τα κυνηγούσα, δωράκι ήτανε και εκείνο το πολύχρωμο σχοινάκι που παίζαμε με τα αδερφάκια μου. Αποχαιρέτησα τη μάνα μου και τους ανθρώπους που με φροντίζαν μέχρι τότε και ακολούθησα τον άντρα...
Με έβαλε μέσα σε ένα σκοτεινό χαρτόκουτο και ένιωσα πως με σήκωνε ψηλά, τρόμαξα και άρχισα να κλαίω. "Σκάσε παλιόσκυλο" μου φώναξε και τρόμαξα ακόμα πιο πολύ και έκλαιγα με μεγαλύτερη απελπισία. Όση ώρα ήμουνα μέσα στο κουτί, ένιωθα τραντάγματα, άκουγα φωνές, φασαρία, δεν καταλάβαινα τί μου συμβαίνει, μήπως δεν ήταν και τόσο ευχάριστο τελικά αυτό που θα ζούσα?
Όταν ανοίξανε επιτέλους το κουτί και με βγάλανε έξω, με πήρε αγκαλιά μια καλή κυρία και μου μιλούσε γλυκά. Δεν πολυκαταλάβαινα τί μου έλεγε αλλά ένιωσα ασφαλής. Δεν κράτησε πολύ όμως αυτό το αίσθημα. Μετά από λίγο μου βάλανε ένα κολλάρο στο λαιμό και με δέσανε με αλυσίδα έξω από ένα σπιτάκι. Κοίταξα γύρω μου, ο χώρος ήταν τεράστιος, χώμα, χαλίκι, σκουπίδια, 2-3 δέντρα κάπου μακριά και ένα μεγάλο γκρίζο τρομαχτικό κτίριο. Έκλαιγα όλη μέρα, παρακαλούσα να με πάρουνε από κει, φοβόμουνα μόνη μου αλλά κανείς δεν με άκουγε. Μου φέρανε φαγητό και νερό κάποια στιγμή αλλά δεν ήθελα, ήθελα μόνο να γυρίσω πίσω, να ξυπνήσω και να καταλάβω πως ήταν ένας εφιάλτης πως δεν το ζούσα πραγματικά αυτό.....
Όμως δεν ξύπνησα ποτέ από τον εφιάλτη. Δυστυχώς μέρα τη μέρα γινότανε χειρότερος. Γρήγορα κατάλαβα τί συμβαίνει γύρω μου. Θα ζούσα την υπόλοιπη ζωή μου σ’ αυτό το τρομαχτικό μέρος που το λέγανε εργοστάσιο. Σε ένα σπιτάκι σε μια γωνιά του οικοπέδου. Θα ήμουνα μόνη μου, μακριά απ’ όσα είχα αγαπήσει και απ’ όσους έλπιζα να με αγαπήσουν. Στην αρχή πάλεψα να το αποφύγω, προσπάθησα να βρω τρόπο να ξεφύγω αλλά στάθηκε αδύνατο. Την ημέρα που οι πόρτες ήταν ανοιχτές, ήμουνα συνεχώς δεμένη με αλυσίδα και τη νύχτα κλείνανε οι βαριές σιδερένιες πόρτες και η περίφραξη γύρω γύρω ήταν πολύ γερή, δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Απελπίστηκα, μα το πήρα απόφαση……
Μια μέρα έγινε κάτι αναπάντεχο…. Τους είδα να’ρχονται κατά πάνω μου κρατώντας στην αγκαλιά ένα μωρό. Το φέρανε δίπλα μου και το δέσανε κι αυτό. Το κακόμοιρο, εγώ ήξερα τη μοίρα του μα εκείνο όχι. Αποφάσισα να του δώσω όλη την αγάπη που δεν δώσανε σε μένα, να γίνω η μάνα που έχασε, η αδερφή που αποχωρίστηκε…. Πέρασε ο καιρός και ο μικρός μεγάλωσε. Εκείνον τον φωνάζανε Johny, εμένα «φύγε από δω σκύλα». Όταν μιλούσανε για μένα λέγανε «η σκύλα» και κατάλαβα ότι αυτό είναι το όνομά μου. Ο μικρός είχε την εύνοια του αφεντικού. Πάντα έτρωγε καλύτερα, ήτανε ελεύθερος περισσότερο, και το αφεντικό καμιά φορά έτρεχε μαζί του και τον χάιδευε κιόλας. Χαιρόμουνα για εκείνον.
Ώσπου μια μέρα τους είδα να τρέχουνε ο ένας μπροστά και ο άλλος από πίσω με μια καρέκλα στα χέρια. Ξαφνικά η καρέκλα προσγειώθηκε με δύναμη στη ράχη του μικρού και έγινε κομμάτια. Ήρθε κλαίγοντας και φωνάζοντας προς το μέρος μου, τα σπίτια μας είναι δίπλα δίπλα, αλλά δεν ήθελε τη συντροφιά μου. Από τότε έγινε απόμακρος και επιθετικός, παρατήρησα τη σχέση του με το αφεντικό και έβλεπα όλο και πιο συχνά να τον χτυπάει πότε με τα χέρια, με τα πόδια πότε με ξύλα ή καρέκλες. Όσες φορές προσπάθησα να παρέμβω, χτυπήθηκα άσχημα κι εγώ, μα δεν μου πήγαινε καρδιά να τον αφήσω μόνο.
Ο αφεντικός δεν φρόντισε να στειρώσει κανέναν από τους δύο, για το Johny ούτε κουβέντα ήταν το αρσενικό που επιβεβαίωνε τον δικό του αντρισμό. Μα ούτε και για μένα φρόντισε. Έτσι μετά από λίγο καιρό ήρθαν στον κόσμο τα παιδιά μου με πατέρα τον άλλοτε μικρό προστατευόμενο φίλο μου. Ένιωσα πως επιτέλους θα μου συμβεί κάτι καλό, θα μπορούσα να δώσω στα παιδιά μου όσα δεν δώσανε σε μένα, έστω κάτω από αυτές τις συνθήκες. Πόσο γελάστηκα! Ήρθε ο αφεντικός και τα πήρε μετά από 2 μέρες, μου άφησε μόνο ένα αγοράκι. Τα άλλα τα έβαλε μέσα σε ένα χαρτόκουτο και τον άκουσα να λέει πως θα τα αφήσει στο απέναντι χωράφι. Έκλαψα φώναξα, προσπάθησα να τον εμποδίσω μα το μόνο που κέρδισα ήταν άλλη μια σπασμένη καρέκλα στη ράχη μου.
Από τότε ζούμε και οι τρεις μαζί. Στη δεύτερη γέννα μου κρύφτηκα μήπως και γλιτώσω τα παιδιά μου, μήπως δεν μας βρει, όμως μας βρήκε γρήγορα, μου πήρε και πάλι βίαια όλα τα μωρά μου και τα πέταξε στον κάδο.
Πριν από 2 ημέρες γέννησα 5 μωρά. Το ένα πέθανε αμέσως. Τυχερό…. Τα άλλα 4 δεν μου τα έχει πάρει ακόμα. Στην αρχή απόρησα, μα σήμερα έμαθα το γιατί. Μια κυρία, λέει, του υποσχέθηκε να βρει σπίτια για τα μωρά μου, να ζήσουνε, να έχουνε οικογένεια, δεν το πιστεύω. Όμως μ’ αφήνει να τα έχω κοντά μου, να τα ταϊζω, να τα καθαρίζω, ίσως λοιπόν να είναι αλήθεια. Μακάρι…… Μακάρι να υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι πραγματικοί που να φροντίσουν τα μωρά μου και να τα αγαπήσουν, να μην έχουν την ίδια καταραμένη τύχη με μένα μα ούτε και με τα άλλα μου παιδιά.
Σας κούρασα το ξέρω, σας ευχαριστώ που με υπομείνατε.
Την αγγελία για τα κουτάβια της «σκύλας» θα την βρείτε στις αγγελίες «χαρίζονται». Βοηθείστε αν μπορείτε, όποιος μπορεί…….