Καρακάξα. Περιλαμβάνει 11 υποείδη
Η λέξη
καρακάξα έχει αβέβαιη ετυμολογία, με επικρατούσα την άποψη ότι, είναι ηχομιμημητικής προέλευσης από το χαρακτηριστικό κρώξιμο του πουλιού
κ(α)ρα, κ(α)ρα, ενώ η άποψη ότι προέρχεται από τα συνθετικά
καρά «μαύρος» και
κίσσα (?) παρουσιάζει φωνητικά προβλήματα. Τέλος, υπάρχει η εκδοχή ότι προέρχεται από τον τύπο
κορακόκισσα <
κόρακας +
κίσσα [8] (δηλ. «μαύρη κίσσα»).
Κουρούνα. Υπάρχουν τέσσερα γνωστά υποείδη του είδους.
Υπάρχει και η Μαυροκουρούνα.. (βγαίνει στο ίδιο σχέδιο αλλά total black, σαν τη Μούζη)
Κάργια.

Η
Κάργια [ii] είναι πτηνό της
οικογενείας των
Κορακιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του
είδους είναι
Corvus monedula και περιλαμβάνει 4
υποείδη.
Τόσο η επιστημονική ονομασία του είδους, όσο και οι λαϊκές ονομασίες του πτηνού στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Η λέξη
monedula είναι λατινική (αναφέρεται αρκετές φορές σε έργα των Κικέρωνα και Οβιδίου) αλλά έχει ελληνική ρίζα: προέρχεται από την λέξη
μοναδιαίος ([ΕΤΥΜ. < μτγν.μοναδιαίος < αρχ. μονάς, -άδος + παραγ. επίθημα -ιαΐος (πβ. κ. μην-ιαίος)
[3]) και, έχει την κυριολεκτική σημασία του «νομίσματος» (=αρχ.
μνα). Η αντίστοιχη λατινική
mǒnēdŭla, δόθηκε από τον Λινναίο,
[4] η ετυμολογία της είναι ομόρριζη και, έχει ακριβώς την ίδια σημασία.
[5] Η αιτία που ο Λινναίος έδωσε τη συγκεκριμένη ονομασία στο
είδος είναι άγνωστη, υπάρχουν όμως δύο εκδοχές:
Η πρώτη, είναι η εκδοχή του ελληνικού μύθου της
Άρνης: η Άρνη ήταν γυναίκα από τη
Σίφνο, η οποία πρόδωσε την πατρίδα της στον
Μίνωα για να πάρει χρήματα και, η τιμωρία της ήταν να μεταμορφωθεί σε κουρούνα.
[6]
Σύμφωνα με τη δεύτερη -και πιθανότερη- εκδοχή, η ονομασία δόθηκε με αφορμή τη συνήθεια της κάργιας, να συλλέγει με το ράμφος της διάφορα αντικείμενα που της προξενούν εντύπωση, μεταξύ των οποίων και νομίσματα, κάτι που άλλωστε κάνουν όλα τα συγγενικά με αυτήν κορακοειδή (καρακάξα, κουρούνα κλπ).
Η λαϊκή ελληνική ονομασία
κάργια έχει επίσης διφορούμενη προέλευση, αλλά το πιθανότερο είναι να προέρχεται από την τουρκική λέξη
karga για το πτηνό,
[7] εξ ου και η μεταμεσαιωνική φράση: «βοώ την κάργαν», κομπορρημονώ, και η μεταγενέστερη φράση «μάς κάνει τον κάργα», τον βαρύμαγκα,
[8] σχετιζομένη πιθανώς με το όρθιο παράστημα του πτηνού όταν στέκεται ή περπατάει.