Ο Φοίβος με παρατηρούσε συχνά με μια μορφή θλιμμένης και ευγενικής επίπληξης στο τρυφερό του βλέμμα. Ένιωθα τότε μια περίεργη ντροπή, σχεδόν μια ενοχή για τη θλίψη μου, ντρεπόμουνα μπροστά του. Ένιωθα πως, εκείνες τις στιγμές, ο Φοίβος με περιφρονούσε: με πόνο, με τρυφερότητα: στο βλέμμα του υπήρχε μια σκιά οίκτου και, ταυτόχρονα, περιφρόνησης. ‘Ηταν όχι μόνο αδελφός για μένα, αλλά και δικαστής. Ήταν ο φύλακας της αξιοπρέπειάς μου και, ταυτόχρονα, για να χρησιμοποιήσω και μια αρχαιοελληνική λέξη, το δορυφόρημά μου.
Ήταν ένα μελαγχολικό σκυλί, με σοβαρά μάτια. Τα βράδια περνούσαμε ώρες ολόκληρες στο ανεμοδαρμένο κατώφλι του σπιτιού μου, βλέποντας τη θάλασσα. Ω, η ελληνική θάλασσα της Σικελίας, ω, ο κόκκινος βράχος της Σκύλλας, εκεί, μπροστά στη Χάρυβδη, και η χιονισμένη κορυφή του Ασπρομόντε, και η πάλευκη πλάτη της Αίτνας, του Ολύμπου της Σικελίας. Πραγματικά, όπως τραγουδάει και ο Θεόκριτος, δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο στον κόσμο από το να θαυμάζεις από κάπου ψηλά τη θάλασσα της Σικελίας. Στα βουνά άναβαν οι φωτιές των βοσκών, στη θάλασσα οι βάρκες έβγαιναν να συναντήσουν το φεγγάρι και η παραπονιάρικη κραυγή των κοχυλιών, με τα οποία οι ψαράδες φωνάζουν ο ένας τον άλλο, χανόταν στην ασημένια φεγγαρίσια αχλύ. Το φεγγάρι γεννιόταν στο βράχο της Σκύλλας, και το Στρόμπολι, το ψηλό, απροσπέλαστο ηφαίστειο καταμεσής του πελάγους, έκαιγε σαν μοναχική πυρά μέσα στο βαθύ τυρκουάζ δάσος της νύχτας. Εμείς κοιτάζαμε τη θάλασσα, εισπνέοντας την πικρή μυρωδιά του αλατιού, και τη δυνατή, μεθυστική μυρωδιά των πορτοκαλεώνων, και τη μυρωδιά του κατσικίσιου γάλακτος, τη μυρωδιά των κλαδιών του κεδρόρακκου στα τζάκια, κι εκείνη τη ζεστή και βαθιά μυρωδιά γυναίκας που είναι η μυρωδιά της σικελικής νύχτας, όταν τα πρώτα αστέρια σηκώνονται χλωμά στο βάθος του ορίζοντα.
Ύστερα, μια μέρα, με οδήγησαν με τις χειροπέδες από το Λίπαρι σε ένα άλλο νησί, και από εκεί, μετά από αρκετούς μήνες, στην Τοσκάνη. Ο Φοίβος με ακολούθησε από μακριά, κρυμμένος ανάμεσα στα βαρέλια με τις αντσούγες και τους σωρούς τα παλαμάρια, στη γέφυρα του Σάντα Μαρίνα του μικρού πλοίου που κάνει κάθε τόσο τη διαδρομή Λίπαρι-Νάπολη, κι ανάμεσα στα καλάθια με ψάρια και ντομάτες στη μηχανοκίνητη βάρκα που ταξιδεύει μεταξύ Νάπολης, Ίσκια και Πόντζα. Με το κουράγιο που έχουν πάντα οι δειλοί και που αποτελεί το μοναδικό προνόμιο που έχουν οι υπηρέτες για να αποκτήσουν κι αυτοί δικαίωμα στην ελευθερία, ο κόσμος σταματούσε να με κοιτάξει με μάτια γεμάτα περιφρόνηση, βρίζοντάς με μέσα από τα δόντια τους. Μονάχα οι χασομέρηδες που βρίσκονταν μονίμως ξαπλωμένοι στα παγκάκια του λιμανιού της Νάπολης και λιάζονταν, μου χαμογελούσαν κρυφά, φτύνοντας καταγής ανάμεσα στα παπούτσια των καραμπινιέρων. Κάθε τόσο γύριζα το κεφάλι μου για να δω αν ο Φοίβος με ακολουθούσε, και τον έβλεπα να περπατά με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια κατά μήκος των τοίχων, στους δρόμους της Νάπολης, από την Ιμμακολάτα μέχρι το Μόλο Μπεβερέλλο, με μια εξαίσια θλίψη στα φωτεινά του μάτια.
Στη Νάπολη, ενώ προχωρούσα με τις χειροπέδες ανάμεσα στους καραμπινιέρους στην οδό Παρτένοπε, δυο κυρίες με πλησίασαν χαμογελώντας: ήταν η γυναίκα του Μπενεντέττο Κρότσε και η Μίννι Καζέλλα, η γυναίκα του αγαπητού μου Γκάσπαρε Καζέλλα. Με χαιρέτησαν με τη μητρική ευγένεια των ιταλίδων γυναικών, μου έβαλαν μερικά λουλούδια ανάμεσα στο χέρι και στις χειροπέδες, και η κυρία Κρότσε παρακάλεσε τους καραμπινιέρους να με πάνε να πιω κάτι, να τονωθώ. Ήταν δυο μέρες που δεν έτρωγα. "Τουλάχιστον αφήστε τον να περπατα στη σκιά", είπε η κυρία Κρότσε. Ήταν Ιούνιος, και ο ήλιος βάραγε στο κεφάλι σαν σφυρί. "Ευχαριστώ, δεν έχω ανάγκη από τίποτα", είπα. "Θα σας παρακαλούσα μονάχα να δώσετε λίγο νερό στο σκύλο μου".
Ο Φοίβος είχε σταματήσει μερικά βήματα πιο πέρα και κοίταζε την κυρία Κρότσε με μια σχεδόν βασανιστική ένταση. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε το πρόσωπο της ανθρώπινης καλοσύνης, της θηλυκής ευγένειας, του οίκτου. Πριν πιει, μύρισε ώρα πολλή το νερό. Όταν, λίγους μήνες μετά, με μεταφέρανε στη Λούκα, έμεινα για πολύ καιρό κλεισμένος στη φυλακή της. Κι όταν βγήκα πάλι ανάμεσα στους φρουρούς, για να οδηγηθώ στο νέο μου τόπο εξορίας, ο Φοίβος με περίμενε μπροστά από την πόρτα της φυλακής, αδύνατος και καταταλαιπωρημένος. Τα μάτια του έλαμπαν, γεμάτα με μια τρομερή γλυκύτητα.
Η εξορία μου διήρκεσε ακόμα δυο χρόνια, και για δυο χρόνια ζήσαμε σ’ ένα σπιτάκι στο βάθος ενός δάσους, όπου σ’ ένα δωμάτιο κατοικούσαμε ο Φοίβος κι εγώ, και στο άλλο οι φρουροί μου καραμπινιέροι. Κι όταν επιτέλους απόκτησα πάλι την ελευθερία μου, αυτό που εκείνα τα χρόνια σήμαινε ελευθερία, για μένα ήταν σαν να βγήκα από ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα για να μπω σε ένα στενό δωμάτιο χωρίς τοίχους. Πήγαμε να μείνουμε στο σπίτι μου στη Ρώμη: ο Φοίβος ήταν θλιμμένος, λες και το θέαμα της ελευθερίας μου τον ταπείνωνε. Ήξερε πως η ελευθερία δεν είναι κάτι το ανθρώπινο, πως οι άνθρωποι δεν μπορούν, και ίσως δεν ξέρουν, να είναι ελεύθεροι, πως η ελευθερία, στην Ιταλία, στην Ευρώπη, βρωμάει όσο και η σκλαβιά.
Όσο καιρό μείναμε στην Πίζα, μέναμε σχεδόν όλη τη μέρα κλεισμένοι στο σπίτι, και μονάχα προς το μεσημέρι βγαίναμε για μια βόλτα στο ποτάμι, εκείνο το ωραίο ποτάμι της Πίζας, τον Άρνο, με τ’ ασημένια χρώματα, με τις κρύες και φωτεινές του όχθες: ύστερα πηγαίναμε στην Πλατεία των Θαυμάτων, όπου υψώνεται ο κεκλιμένος πύργος που έκανε την Πίζα διάσημη σ΄όλο τον κόσμο. Ανεβαίναμε στον πύργο, κι από εκεί πάνω ατενίζαμε την πεδιάδα μέχρι το Λιβόρνο, μέχρι τη Μάσσα, και τους πευκώνες, τη θάλασσα παρακάτω, το λαμπερό βλέφαρο της θάλασσας, και τις Απουανές Άλπεις, άσπρες από το χιόνι και τα μάρμαρα. Αυτή ήταν η χώρα μου, αυτή ήταν χώρα μου της Τοσκάνας, αυτά ήταν τα δάση μου κι αυτή ήταν η θάλασσά μου, αυτά ήταν τα βουνά μου, αυτά τα χώματά μου, αυτά τα ποτάμια μου.
Προς το βραδάκι πηγαίναμε να καθήσουμε στο ανάχωμα του Άρνου (εκείνο το στενό πέτρινο ανάχωμα, πάνω στο οποίο ο λόρδος Βύρων, τις μέρες της εξορίας του στην Πίζα, κάλπαζε καθημερινά πάνω στο πανέμορφο άτι του, μέσα στις τρομαγμένες κραυγές των φιλήσυχων κατοίκων), και κοιτάζαμε το ποτάμι να κυλά παρασέρνοντα στο φωτεινό του ρεύμα φύλλα καμένα από το χειμώνα και ασημένια σύννεφα του πανάρχαιου ουρανού της Πίζας.
Ο Φοίβος περνούσε ατέλειωτες ώρες κουλουριασμένος στα πόδια μου, και κάθε τόσο σηκωνόταν, πλησίαζε την πόρτα και γύριζε να με κοιτάξει. Εγώ πήγαινα να του ανοίξω: κι ο Φοίβος έβγαινε, γύριζε μετά από μια ώρα, μετά από δυο ώρες, λαχανιασμένος, το τρίχωμά του λείο από τον άνεμο, τα μάτια λαμπικαρισμένα από τον κρύο ήλιο του χειμώνα. Τη νύχτα, ανασήκωνε το κεφάλι του για ν’ ακούσει τη φωνή του ποταμού, τη φωνή της βροχής πάνω στο ποτάμι. Κι εγώ, κάθε φορά που ξυπνούσα, ένιωθα πάνω μου το θερμό κι ελαφρύ του βλέμμα, εκείνη τη ζωντανή και τρυφερή παρουσία του μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, κι εκείνη τη θλίψη του, εκείνη τη γεμάτη ερημιά προαίσθηση που είχε, του θανάτου.
Μια μέρα βγήκε και δεν ξαναγύρισε. Τον περίμενα μέχρι το βράδυ, κι όταν νύχτωσε για τα καλά, αμολήθηκα στους δρόμους φωνάζοντας το όνομά του. Γύρισα στο σπίτι αργά, ρίχτηκα στο κρεβάτι μου, με το πρόσωπο στραμμένο στη μισάνοιχτη πόρτα. Κάθε τόσο άνοιγα το παράθυρο και φώναζα, ώρα πολλή, το όνομά του. Σαν χάραξε έτρεξα και πάλι στους έρημους δρόμους, ανάμεσα στις βουβές προσόψεις των σπιτιών που, κάτω από το χλωμό ουρανό, έμοιαζαν φτιαγμένες από βρώμικο χαρτί.
συνεχίζεται....