Ρίπλευ, το ημερολόγιο ενός bichon frise


Εriana

Well-Known Member
28 Σεπτεμβρίου 2019
283
905
ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΑΡΧΗ

Έχω ένα μάντρα μέσα μου. Το λέω, καθημερινά, τουλάχιστον δέκα φορές από μέσα μου και άλλες πέντε απ’ έξω μου.
“Με τους ανθρώπους κάνω υπομονή, χρειάζονται πολλή μα πάααρα πολλή εκπαίδευση”.

Να πάρω τα πράγματα από την αρχή.

Γέννηθηκα κάπου. Θυμάμαι να έχω τέσσερα αδέλφια, δεν είμαι σίγουρος, πάντως είχα μια καλή μαμά . Πρέπει να περνούσα καλά έτσι χαρούμενος που είμαι.

Αλλά μια μέρα με κλείσανε μέσα σε μια τσάντα και μετά από λίγο έχασα την γη κάτω από τα πόδια και μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Βρέθηκα κάτι χιλιόμετρα πάνω από τη γη, στα σύννεφα στην κοιλιά ενός μεταλλικού θηρίου. Έπαθα πλάκα. Έτρεμα μέσα μου, σκεφτόμουν. “Πάει, αυτό ήταν, φεύγω για τον ουρανό, κάπως έτσι πεθαίνουμε εμείς οι σκύλοι.”.. και άλλα τέτοια τρομακτικά κι ας ήμουν μικρούλης.

Μετά από ώρα ξαναβρέθηκα ως δια μαγείας ξανά στη γη και με κουβαλούσαν μέσα σε ένα τεράστιο χώρο. Έβλεπα ανθρώπινα πόδια να πηγαινοέρχονται βιαστικά, να με προσπερνάνε, να σκάνε από πίσω μου, να στέκονται ακίνητα. Κάτι εκκωφαντικές φωνές να λένε διάφορα ακατάληπτα, ξανά και ξανά, βρισκομουν σε πλήρη σύγχιση πια. Ο κόσμος μου είχε αναποδογυρίσει, όχι, όχι είχε γκεμιστεί. Πού ήταν ο υπέροχος κήπος με τις τριανταφυλλιές, τα αδέλφια μου που παίζαμε σαν τρελά, η μαμά μου που με φρόντιζε, ακόμη και εκείνος ο κύριος που ερχόταν κάθε μέρα και ασχολιόταν μαζί μας. Ξαφνικά από τη γη πέταξα στον ουρανό και τώρα είχα κατέβει σε μια άλλη γη, όλο φασαρία και αμέτρητα πόδια....

Τα είχα χάσει τελείως, σχεδόν έτρεμα. Καθόμουν ήσυχα ήσυχα στριμωγμένος μέσα στη τσάντα για να μην με πάρουν χαμπάρι, μπας και γλιτώσω.

Και αν όλα τα προηγούμενα φαντάζουν τόσο τρομακτικά, ήταν τίποτε σε αυτό που ακολούθησε. Κάποια στιγμή, ο κουβαλητής μου ακούμπησε κάτω την τσαντούλα μου και την άνοιξε. “Ουφ” σκέφτηκα, “την γλίτωσα, όλα καλά!” Οστόσο παρέμεινα μέσα στο τσαντάκι ακούνητος να σιγουρευτώ ότι πράγματι τα δύσκολα πέρασαν. Δεν πρόλαβα να τελειώσω την σκέψη μου, δύο χέρια με έβγαλαν από την τσάντα. Και εκεί κατάλαβα τί θα πεί πραγματικός τρόμος.

Με πήρε στα χέρια της, γελώντας, με έβαλε στην αγκαλιά της γελώντας και άρχισε να με χαιδεύει παντού και να λέει με χαρούμενη φωνή. “Ααααχ, τί γλυκούλης που είσαι ! Σκέτο κουκλίιιι!!” “Μα εσύ είσαι πανέμορφος, το πιο όμορφο σκυλάκι στο κόσμο!!! Πω πώ τί ματάκια είναι αυτά, σαν κουμπάκια!” Και άλλα τέτοια κουλά και δόστου να με χαϊδεύει,, να με γυρναει από την μια μεριά, να με γυρνάει από την άλλη, να με σηκώνει ψηλά και να με ταρακουνάει. ”Αχ τί ομορφούλι!!” Εγώ πλέον τα είχα φτύσει τελείως και είχα παραδοθεί στη μοίρα μου όποια κι αν ήταν αυτή. Δεν ήλπιζα σε τίποτε πια, μόνο να τελειώσει αυτό το γλυκανάλατο μαρτύριο. Αν δεν έμενα στα χέρια της από το ζούπηγμα, θα κατέληγα από σάκχαρο. Αφερίμ!

Μετά με έβαλε στη τσάντα και φύγαμε από εκείνο τον τρομακτικό χώρο. Μπηκαμε σε ένα αυτοκίνητο, αυτή στο τιμόνι, εγώ δίπλα της και βγήκαμε στο δρόμο. Σε όλη τη διαδρομή, μιλούσε ακατάπαυστα, όλο ενθουσιασμό, πού και πού μού έριχνε μια ματιά και συνέχιζε ακάθεκτη. “Αχ, τί ωραία που θα περάσουμε, Ρίπλευ, θα δεις! Σε περιμένουν όλοι πώς και πώς στο σπίτι.” “Θα περνάμε υπέροχα, βόλτες, παιχνίδι, ό,τι γουστάρουμε! Σου υπόσχομαι Ρϊπλευ πώς η ζωή μαζί θα είναι κα- τα- πλη-κτι-κή.” Ήταν μέσα στην τρελή χαρά! Τόοοοσο χαρά αυτή, τόοοσο τρόμο εγώ. Δεν ήταν η ανεξήγητη γεμάτη έκρηξη χαρά που με ανησυχούσε τόσο αλλά το ότι κανένας Ρίπλευ δεν της απαντούσε. Καθόμουν κουβαριασμένος μέσα στην τσάντα, ακίνητος, προσπαθώντας να αφουγκραστώ την παρουσία κάποιου τρίτου παυτοκίνητο, εις μάτην. Κανένας τρίτος δεν υπήρχε. Είμασταν μόνο αυτή και εγώ. Άρχισα να σκέφτομαι, ότι καθόμουν δίπλα σε μια θεότρελλη που μιλούσε σε έναν Ρίπλευ που δεν υπήρχε, ένα φάντασμα, ένα αποκύημα της φαντασίας της. Άρχισα να πνίγομαι από πανικό.

Το μέλλον μου διαγραφόταν ζοφερό. Μόνο ένας Πόε θα μπορούσε να περιγράψει την κατάσταση στην οποία είχα περιέλθει, μόνο ένας Πόε...

Το μάντρα δεν το είχα σκεφτεί ακόμη. Στο κάτω κάτω ήμουν απλώς ένα κουτάβι τεσσάρων μηνών.

r1.jpg
 


Εriana

Well-Known Member
28 Σεπτεμβρίου 2019
283
905
ΤΙ ΛΕΣ ΤΩΡΑ!

Η τσάντα άνοιξε ξανά. Από μέσα μου έκανα μια προσευχή. ‘Θεε των σκύλων, βάλε το χεράκι σου σε παρακαλώ, πριν το βάλει εκείνη.” Μάλλον με άκουσε γιατί δεν έγινε απολύτως τίποτε. Και βγήκα.

Αυτή τη φορά επικρατούσε ησυχία. Εκείνη και ένας άλλος άνθρωπος, έστεκαν ήρεμοι, αμίλητοι και με κοίταζαν. Μάλλον είχα βρεθεί σε ένα παράλληλο σύμπαν. Μάζεψα τα κουράγια μου και άρχισα διστακτικά να περιεργάζομαι το χώρο και να μυρίζω. Το ένστικτό μου ή ό,τι τέλος πάντως μου είχε απομείνει από αυτό, μού έλεγε ότι δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος. Άρχισα να ξεθαρρεύω και να απομακρύνομαι σιγά σιγά από την τσάντα. Το σφίξιμο άρχισε να φεύγει. Κοίταζα τον χώρο ολόγυρά μου, τον μεγάλο καναπέ, το τραπέζι κοντά στην πόρτα. Άρχισα να νιώθω περιέργεια και να προχωρώ παραμέσα, Κοίταζα δεξιά κι αριστερά . Είδα μια σκάλα.

Και τότε τον είδα. Εκεί στο πρώτο σκαλί. Ήταν σαν εμένα... οκ, περίπου σαν εμένα. Κοντοστούπης ίδιο μέγεθος με εμένα, τέσσερα πόδια και ουρά. Καφετής και λιπόσαρκος με μεγάλα πράσινα μάτια, σαν πιατάκια, δεν ήταν βέβαια ακριβώς σαν την αρχοντιά μου, άσπρος και ζουμπουρλούδικος με μάτια “σαν κουμπάκια” που έλεγε η παλαβή αλλά τί σημασία είχε. Καθόταν σαν άγαλμα με το βλέμμα καρφωμένο πάνω μου. Ενθουσιάστηκα! Επιτέλους, κάποιος σαν εμένα, ουάααου! Η μνήμη μου με πήγε πίσω στα αδελφάκια μου που παίζαμε συνέχεια σαν να μην υπήρχε αύριο! Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχα ξεχάσει όλα τα δεινά μου. “Ε, ρε παιχνίδι που θα ρίξουμε, χαμός θα γίνει! Θα περάσουμε σούπερ!” σκέφτηκα.

Άρχισα να κουνώ το πον πον, που είχα για ουρά, για να του δείξω ότι θέλω να γίνουμε φίλοι, τον πλησίασα τρέχοντας , λύγισα τα μπροστινά μου πόδια και τούρλωσα τον πισινό μου και του γάβγισα “Είσαι να παίξουμε;” Είχα ξετρελλαθεί με τον τύπο. Αυτός συνέχιζε να με κοιτάει ακίνητος, παγωμένος. Εντάξει ήταν λίγο βαρύς αλλά ήμουν αποφασισμένος να τον ξεσηκώσω και συνέχισα να τον γυροφέρνω χαρούμενος, γαβγίζοντας “Έλα, να παίξουμε, έλα, θα περάσουμε φανταστικά!” Αυτός τίποτε. Άγαλμα με τα μεγάλα πράσινα μάτια του καρφωμένα πάνω μου.

Την στιγμή που τον πλησίασα σε απόσταση αναπνοής, ξαφνικά τίναξε το δεξί μπροστινό του πόδι στον αέρα δυο φορές με απίστευτη ταχύτητα! “Ουάου, μου κάνει give me five ο τύπος!” σκέφτηκα. Εντυπωσιάστηκα με το στύλ του και τίναξα και εγώ το δεξί μου μπροστινό πόδι να συναντήσει το δικό του αλλά βρήκα μόνο αέρα. “Δεν πειράζει, δεν πετυχαίνει πάντα με την πρώτη.” αποφάνθηκα και άρχισα να τον πλησιάζω ακόμη περισσότερο κουνώντας δυνατά το πον πον μου. Και ενώ πια βρισκόμαστε σε απόσταση αναπνοής και ετοιμαζόμουν να αρχίσουμε το παιχνίδι, ταχύτατα σήκωσε για άλλη μια φορά το δεξί μπροστινό του πόδι και μού το έχωσε με δύναμη στη μούρη. Ούρλιαξα από το ξάφνιασμα και τον πόνο. Τα έχασα, έκανα πίσω, τινάζοντας το κεφάλι μου από το πόνο. Τον κοίταξα λίγα δευτερόλεπτα αλλά όπως έχω πει, είχα μια καλή μαμά, γι αυτό είμαι χαρούμενος. “Εντάξει είναι λίγος άτσαλος αλλά γουστάρει. Με την τρίτη θα τα καταφέρουμε.” σκέφτηκα και γύρισα ξανά προς το μέρος του και άρχισα να τον ξαναπλησιάζω χοροπηδώντας.

Αν υπήρχε ο θεός των σκύλων, εκείνη την αποφράδα στιγμή, πρέπει να με εγκατέλειψε. Την ώρα που χοροπηδούσα και σχεδόν τον είχα φτάσει, εκείνος στηρίχτηκε στα δύο πόδια του, τίναξε τα δύο μπροστινά πόδια του και άρχισε να με χτυπάει με δύναμη στο πρόσωπο . Τότε ένιωσα τα νύχια του. Τα μάτια του είχαν στενέψει. Πριν προλάβω να αντιδράσω, όρμηξε πάνω μου, χτυπώντας με με δύναμη με τα πόδια του. Πού με πονεί κα πού με σφάζει. Προσπαθούσα να του ξεφύγω αλλά μάταια, ήταν πολύ γρήγορος. Άρχιζα να καλώ σε βοήθεια τη μαμά μου αλλά πρέπει να βρισκόταν πολύ μακριά και δεν με άκουγε. Γυρνούσα γύρω από το σώμα μου πανικόβλητος για να αποφύγω χτυπήματα, αλλά δεν τα κατάφερνα. Έψαχνα να ξεφύγω, να κρυφτώ να γλιτώσω, μα δεν γινόταν. Το πόδι εκείνης μπήκε ανάμεσα σε μένα και τον άλλον και με το αριστερό χέρι της τον γράπωσε από το σβέρκο. Αμέσως παρέλυσε και έμεινε ακίνητος να κρέμεται στον αέρα σαν τσαμπί. Σύρθηκα μέχρι την πρώτη γωνία που είδα και κούρνιασα εκεί. Ήμουν ζαλισμένος και τα είχα τελείως χαμένα. Δεν καταλάβαινα τίποτε. Το μόνο που ήθελα ήταν να παίξω.

Μετά από λίγο εκείνη ήρθε. Με σήκωσε γλυκά και με πήγε στον καναπέ, Κάθισε, με ακούμπησε στα πόδια της και άρχισε να μου χαιδεύει το κεφάλι. Αποκαμωμένος, πονεμένος και απογοητευμένος ακούμπησα το κεφάλι μου στα πόδια της και για πρώτη φορά μετά από πολλές ώρες ένιωσα ξανά ασφαλής. Τελικά ίσως ο θεός των σκύλων να μην με είχε εγκαταλείψει. Με πήρε αμέσως ο υπνός. Κοιμήθηκα βαθιά και είδα όνειρα. Πολλά όνειρα.

Εκείνη την ημέρα κατάλαβα ότι δεν θα ξαναέβλεπα τη μαμά μου και τ’αδέλφια μου.


1592771700139.jpeg
 


Εriana

Well-Known Member
28 Σεπτεμβρίου 2019
283
905
ΣΤΟ ΚΕΛΙ 33.

Η επόμενη μέρα ήταν μια άαααλλη μέρα. Ξύπνησα φρέσκος και λαχταριστός σαν φρεσκοψημμένο ψωμάκι. Η μέρα ξεκίηνσε όλο χάδια, παιχνίδια και λιχουδιές. Όλα ξεχάστηκαν. Η ζωή ήταν πάλι ωραία. Διαφορετική από αυτή που άφησα αλλά ωραία. Πάντως για καλό και για κακό δεν απομακρυνόμουν και πολύ από το πόδι που με είχε σώσει από τα νύχια του ξινού.

Κάποια στιγμή, ανεβήκαμε πάνω και σταθήκαμε σε ένα ωραιότατο φωτεινό διάδρομο. “Αχ, τι καλά, καμιά έκπληξη θα με περιμένει, καμιά λιχουδιά, κάποιο παιχνίδι” σκέφτηκα . Μάλλον το σύμπαν με άκουσε. Βέβαια όταν το σύμπαν μας ακούει δεν πρέπει να είμαστε και πολύ σίγουροι για το τί ακριβώς ακούει.

Βρεθήκαμε να κοιτάμε ένα κουτί με σιδερένια λεπτά κάγκελα και με μια ανοιχτή πορτούλα στο μπροστινό μέρος του. Το κοιτούσαμε καλά καλά και εκείνη άρχισε να μου το παρουσιάζει. ‘Αχ κουκλάκι μου είδες τί ωραίο που είναι αυτό το σπιτάκι; Εδώ θα περνάς υπέροχα! Αχ κοίτα το, άνετο, με το κρεββατάκι σου με το νεράκι σου, τα παιχνιδάκια σου. Μια την κοιτούσα στα μάτια καλά καλά, να καταλάβω τί στο καλό είχε στο νου, μια κοιτούσα το κουτί προσπαθώντας να καταλάβω γιατί τέτοια διαφήμιση σε αυτό το αδιάφορο πράγμα. “Έλα” μου λέει “έλα, μπες μέσα, θα δεις, αυτό είναι το δικό σου σπίτι, θα αράζεις, θα παίζεις και θα ξεκουράζεσαι’ και με έσπrρωξε γλυκά γλυκά μέσα στο κουτί. Μπήκα μέσα, δεν είχα και κάτι καλύτερο να κάνω. ‘Κοίτα, τί σου έχω” μου είπε και άρχισε να μου κουνάει ένα πράσινο πάνινο τρικεράτωπα για να παίξουμε. Δεν ενθουσιάστηκα. Τον πήρα με τα δοντια βαριεστημένα τον πάτησα κάτω και τον παράτησα. Αλλά εκείνη δεν το έβαζε κάτω “Κοίτα ένα μπισκοτάκι!” και μου έδωσε ένα καφετί μπισκότο. Και πάλι δεν ενθουσιάστηκα. Μάλλον δεν είχα πειστεί από την όλη παρουσίαση.

Μέσα στο κλουβί εγώ με ανοιχτή πορτούλα, έξω από το κλουβί εκείνη, κάθισε δίπλα μου κρατώντας ένα βιβλίο κάνοντας ότι διάβαζε και ρίχνοντάς μου κλεφτές ματιές. Εγώ πάλι την κοιτούσα στα μάτια και τη ρωτούσα “Ωραία, μπήκα. Και τώρα, τί κάνουμε;” Χαμπάρι, συνέχισε δήθεν να διαβάζει και να με κοιτάει στα κλεφτά. Κάποια ατιγμή κτύπησε το τηλέφωνο και άρχισε να μιλάει. Δεν πολυκατάλαβα αλλά μάλλον μιλούαε για το καγκελωτό κουτί γιατί κοιτούσε προς το μέρος μου. ‘Ηταν αισιόδοξη, κατά τα λεγόμενα της και ότι όλα έβαιναν καλώς. Τότε πρόσεξα και τον ξινό, ο οποίος είχε ανέβει αθόρυβα τη σκάλα και καθόταν αυτή τη φορά στο τελευταίο σκαλί με μισόκλειστα μάτια και με απόλυτα βαριστημένο ύφος. Και να ήθελα να πειστώ έστω από την αισιοδοξία εκείνης, η παρουσία του ξινού, που θύμιζε βούδα, όχι αυτόν της Ταϊλάνδης, τον άλλο, δεν με άφηνε.

Αφού σκυλοβαρέθηκα, ξάπλωσα και μισοκοιμήθηκα. Και τότε άκουσα τον ήχο. Κλατς. Άνοιξα τα μάτια μου. Εκείνη καθόταν στην ίδια θέση και δήθεν διάβαζε και ο ξινός είχε κοιμηθεί όρθιος. Μόνο η πορτούλα του κουτιού ήταν πια κλειστή. Κάθισα. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου αλλά λίγο ο βαριεστημένος ξινός, λίγο εκείνη που καθόταν ακίνητη διαβάζοντας, ησύχασα και ξαναξάπλωσα. Προφανώς παίζαμε κάποιο παιχνίδι που δεν είχα καταλάβει ακόμα.

Μέχρι που εκείνη σηκώθηκε και κατέβηκε τις σκάλες. Ο ξινός παρέμεινε στη θέση του ακούνητος, αμίλητος και αγέλαστος, τώρα όμως με κοιτουσε με τα μάτια ορθάνοιχτα. Θα μπορούσε να θυμίζει αίλουρο, με πολλή φαντασία βέβαια. Προς το παρόν έμοιαζε με το μαύρο του το χάλι. Πήγα να βγω αλλά η πορτούλα με σταμάτησε. ‘Ωπα,” σκέφτηκα. ‘Τι παιχνίδι ειναι αυτό; Μάλλον κρυφτό θα είναι άλλα ξέχασε να ανοίξει το πορτάκι”. Και άρχισα να της φωνάζω, να έρθει να μου ανοίξει για να παίξουμε. Αλλά τίποτε. ‘Εεεε, πού είσαι!” άρχισα πια να φωνάζω. Αλλά πάλι τίποτε. Μόνο ο ξινός έγλυφε μακάριος το πόδι του και μετά καθάριζε το αυτί του με αυτό. Άρχισα να χοροπηδώ και να προσπαθώ να ανοίξω την πορτούλα. Πολύ ζαβολιάρα ήταν. Ακούς εκεί να με κλείσει εδώ μέσα και να φύγει. Α! έτσι δεν παίζω. Συνέχισα ακάθεκτος. Aλλα όσο κι αν γάβγιζα εκείνη έκανε το παπί. Δεν μου άρεσε αυτό. Έβλεπα και τον ξινό να κάθεται μακάρια και να γλύφεται σε slow motion, χαλιόμουν χειρότερα. Αυτοί έξω, εγώ μέσα. Άρχισα να κλαίω, να φωνάζω. Κουράστηκα αλλά δεν το έβαλα κάτω. Σταματούσα για λίγο και μετά ξανά προς τη δόξα τραβά. Ήμουν αποφασισμένος να συνεχίσω μέχρι την ύστατη πνοή μου. Θα έβγαινα από το κλουβι ο κόσμος να χαλάσει. Έκανα κακό χαμό! Μόνο ο ξινός συνέχιζε να γλύφεται σαν να μην συνέβαινε τίποτε. Μετά από αρκετή ώρα εμφανίστηκε,και η απαράδεκτη και άνοιξε την πορτούλα. Χάρηκα και το έδειξα χοροπηδώντας στα πίσω πόδια μου. Δεν την είδα να χαίρεται πολύ.

Τις επόμενες μέρες δοκιμάσαμε το “παιχνίδι” σε διάφορες παραλλαγές. Με το ίδιο πάντα αποτέλεσμα. Τον ορυμαγδό. Εγώ να γαβγίζω πέραν εξαντλήσεως, το κλουβί να τρίζει ολόκληρο μέχρι κατάρευσης, ο ξινός να κάθεται και να γλύφεται και εκείνη να ανοίγει εν τέλει την πορτούλα. Εντάξει, πλάκα είχε, όσο κράτησε. Δε λέω. Αλλά αν της είχε περάσει έστω και σαν σκέψη από το μυαλό ότι εγώ ο One of the kind με τ’ όνομα θα καθόμουν ησυχούλης, σαν φρόνιμο σκυλάκι του καναπέως μέσα σε κλουβί, κάτι δεν είχε καταλάβει καλά, μα καθόλου καλά.

Το κλουβί παραμένει πάνω στον φωτεινότατο διάδρομο, άδειο και αχρείαστο. Θα της προτείνω να βάλει πάνω του κανένα σεμεδάκι.

Πάντως καμιά φορά, όταν το παρακάνω με τις ξεροκεφαλιές μου, μού πετάει ένα “Θα πας στο crate.” Και η αλήθεια είναι ότι πιάνει. Η επιτομή της ετερογονίας των σκοπών.

Και φυσικά κατάλαβα ότι ο ξινός ήταν θεόκουφος.
 


Εriana

Well-Known Member
28 Σεπτεμβρίου 2019
283
905
ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΥΤΟΥ...

Ένα είναι βέβαιο και αποδεδειγμένο. Ότι από τα αδέλφια μου ήμουν ο πιο όμορφος, ο πιο έξυπνος, ο πιο καταπληκτικός. Είχα το κατιτίς μου. Θες η αδιαμφισβήτητη ομορφιά μου, θες η σπίθα που είχα στα μάτια μου που είναι “σαν κουμπάκια”; Ποιος ξέρει. Αλλά έτσι ήταν. Δεν μπορούσε να είναι αλλιώς. Και ας μη νομίσει κανείς οτι κομπορημονώ. Δεν τα λέω από το κεφάλι μου. Εγώ ένα απλό κουτάβι είμαι. Τα λέει το χαρτί της γέννησής μου. Αυτό τα πιστοποιεί όλα. Τον μπαμπά μου, τη μαμά μου και όλους τους παπούδες και γιαγιάδες τρεις γενιές πίσω. Αν γι’ αυτούς λέει αλήθεια δεν μπορεί παρά να λέει αλήθεια και για εμένα. Και το ονόμα μου είναι γραμμένο φαρδύ πλατύ πάνω πάνω. “One of a kind”, “Eνας και μοναδικός”. Scripta manent. Τα γραπτά μένουν.

Αυτό είχα για όνομα. Τα έλεγε όλα για εμένα. Λίγα λόγια και καλά.

Μετά ήρθαν τα πάνω κάτω. Στην αρχή άρχισα να ακούω για κάποιον Ρίπλευ, αλλά ουδείς εμφανιζόταν. Εκείνη τον φώναζε αυτός δεν απαντούσε, δεν ερχόταν. Είχα αρχίσει να έχω σοβαρές αμφιβολίες για την πνευματική της κατάσταση. Μετά άρχισα να παρατηρώ, πως όταν φώναζε “Ρίπλευ” ήταν στραμμένη προς εμένα και με κοιτούσε στα μάτια. Κατόπιν δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω, ότι όταν έλεγε “Ρίπλευ” είμαστε πάντα μαζί. “Οοοοοκ. Με περνάει για άλλον.” σκεφτόμουν. “Την κακομοίρα, ποιός ξέρει τί της έχει συμβεί με αυτόν τον Ρίπλευ και τα έχει λίγο χαμένα..”. Και μετά παρατήρησα ότι όταν έλεγε “Ρίπλευ” κάτι καλό γινόταν. Αμ,παίζαμε, αμ μου έδινε καμιά λιχουδιά, αμ μου έκανε χάδια.

Ξημέρωσε η τρίτη μέρα. Εκείνη άρχισε πάλι τα Ρίπλευ και Ρίπλευ. Την δέκατη φορά με το που το πέταξε, γύρισα αμέσως και την κοίταξα στα μάτια, περιμένοντας κάτι καλό να συμβεί. Μόνο που δεν εβαλε τα κλάματα από τη χαρά της. “Αααχ, τί έξυπνος που είσαι! Είσαι απιθανος! Τα πιάνεις στον αέρα!” “Ρίπλευυυ” ξαναείπε και την κοίταξα ξανά. Ήταν έτοιμη να λιποθυμίσει. Από ενθουσιασμό. Με άρπαξε στα χέρια της και με γέμισε χάδια. Έπαθα ξανά ένα υπεργλυκαιμικό επεισόδιο.“Huston we have problem” είπα από μέσα μου αλλά έκανα υπομονή. Τί άλλο να έκανα. Με άφησε κάτω. Πηγα παραδίπλα. Δεν πέρασαν τρία λεπτά και φώναξε ‘Ρϊπλευ”. Την κοίταξα και άρχισα να την πλησιάζω. Τα χείλη της τραβήχτηκαν πίσω και μου έδειξε τα δόντια της. Τϊ παράξενο! Σε αντίθεση με εμένα, εκείνη έδειχνε τα δόντια της από την χαρά της. Λογικό μου φάνηκε. Δεν είχε ουρά.

Και μετά με χτύπησε σαν κεραυνός! Δεν υπήρχε κανένας άλλος που τον έλεγαν Ρίπλευ , κανένα φάντασμα, και εκείνη δεν τα είχε χαμένα, τουλάχιστον όχι τόσο χαμένα. Από την αρχή ο Ρίπλευ δεν ήταν κάποιος άλλος, ήμουν εγώ! Ο Ένας και μοναδικός ήταν ο Ρίπλευ. Αν είναι δυνατόν! Ο One of a kind να γίνει ένας απλός Ρίπλευ... κάποια παραεξήγηση θα έγινε. Δεν μπορεί. Την κοιτούσα έντονα και είχα γείρει ελαφρά το κεφάλι προς τα δεξιά . Τη ρωτούσα “Εμένα λές, εμένα φωνάζεις όταν λες Ρίπλευ;” Και εκείνη κούνησε το κεφάλι της πάνω κάτω. “Ναιαιαι, εσύ είσαι ο Ρίπλευ!”

Tότε κατάλαβα πώς ένιωσαν οι παλιοί πρόγονοί μου όταν από τα βασιλικά διαμερίσματα και αυλές της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας ξαφνικά βρέθηκαν αδέσποτοι, άστεγοι και πεινασμένοι στους δρόμους της ευρωπαϊκών πόλεων, στην καλύτερη περίπτωση να εργάζονται για το φαγητό τους κανοντας κόλπα δίπλα σε καλλιτέχνες του δρόμου. Να είσαι η αδυναμία αυτοκρατόρων, βασιλιάδων, πριγκηπισσών, κυριών των τιμών και κάθε παράσιτου που ευδοκιμούσε στην αυλή τους και να καταντάς ο Ολίβερ Τουιστ των σκύλων. Να σε κουβαλάει κοτζάμ βασιλιάς της Γαλλίας μέσα σε καλαθάκια περασμένα με σκοινί στο λαιμό του , όπου κι αν πήγαινε, να ζεις στις αγκαλιές και μέσα στα φουστάνια ωραίων κυριών, και μετά να παίζεις τους Άθλιους στους δρόμους του Παρισιού. Α,ρε Ροβεσπιέρε, τί μας έκανες! Α,ρε Ροβεσπιέρε τί μας έκανες!!

Γρήγορα όμως προσαρμόστηκα. Πείστηκα πολύ γρήγορα. Λίγο οι λιχουδιές, λίγο τα χάδια, δεν ήταν καθόλου άσχημα να με λένε Ρίπλευ ειδικά μάλιστα όταν κατάλαβα ότι έπαιζε να με πούνε Cajoline ή Swiffer. Ρίπλευ ήθελε, Ρίπλευ ήμουν.

Όλα για την επιβίωση.

1593379112313.jpeg
1593379112506.jpeg
 


Yorkaddict

Well-Known Member
24 Ιανουαρίου 2011
5.445
12.860
Aθήνα
Πολύ όμορφο και γλυκό σκυλάκι:love:

Να σου ζήσει, να είναι γερός και να περνάτε πάντα καλά μαζί
 




Εriana

Well-Known Member
28 Σεπτεμβρίου 2019
283
905
Πολύ όμορφο και γλυκό σκυλάκι:love:

Να σου ζήσει, να είναι γερός και να περνάτε πάντα καλά μαζί
Eυχαριστώ πολύ! Η αλήθεια είναι ότι του έχουμε μεγάλη αδυνα -μία kai αδυνα- δύο! :)

Σαν ψευτικος ειναι ο μικρουλης. Γλυκας. Ελπιζω να εχει παρει μονο απο αυτην τη πλευρα του Ριπλευ και οχι απο την πιο σκοτεινη. :ROFLMAO:
Όχι, αθώος ο κατηγορούμενος, μόνο που ακόμη ψάχνουμε να βρούμε τα ταλέντα του! :ROFLMAO:
 
  • Like
Reactions: Yorkaddict


Εriana

Well-Known Member
28 Σεπτεμβρίου 2019
283
905
Grooom, groooom!

Εμείς οι σκύλοι ζούμε ανυποψίαστα, όπως όλα άλλωστε τα είδη πάνω στον πλανήτη εκτός από τον άνθρωπο. Έτσι ζούσα και εγώ χαρούμενος και ανυποψίαστος για την ανθρώπινη βλακεία.

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι το Τραπέζι. Τον Ναό της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Αλλά δεν το κρύβω το είχα συνηθίσει και κάποιες φορές μάλιστα μου άρεσε. Κάποιες φορές στην πρώτη φωλιά μου, με χτένιζαν μετά με βάζανε στην μπανιέρα μου, με έβρεχαν καλά καλά, με σαπούνιζαν σχολαστικά, με ξέβγαζαν, με ξανασαπούνιζαν με ξαναξέβγαζαν και μετά με τύλιγαν σε μια πετσέτα και με εναπόθεταν πάνω στο Τραπέζι. Με στέγνωναν με ένα αντιπαθέστατο μηχάνημα που έκανε ενοχλητικό θόρυβο, με ξαναχτένιζαν και μετά με ένα ψαλίδι χρατσ χρατσ, με έκαναν κουκλί ζωγραφιστό. Στα μάτια τους. Γιατί στα δικά μου μάτια όλο αυτό ήταν μέρος του κόσμου μέσα στον οποίο άνοιξα τα μάτια μου.

Αυτά last year. This year, το “κουκλί ζωγραφιστό” πήγε σε άαααλλο επίπεδο.

Όλα ξεκίνησαν δύο εβδομάδες μετά την προσγείωση μου στα χέρια της. Πρέπει να ομολογήσω ότι περνούσα μπέικα. Κοιμόμουν όσο ήθελα, κανείς δεν με ενοχλούσε, εκείνη έπαιζε μαζί μου, παίζαμε διαφορετικά απ’ό,τι με τα αδελφάκια μου αλλά παίζαμε. Ήταν λίγο άτσαλη αλλά βελτιωνόταν με τον καιρό. Έπειτα ήταν κι ο ξινός. Για αρκετό καιρό προσπάθησα να του μάθω να παίζει κι αυτός αλλά τίποτε. Μπετόν ο τύπος. Έβγαινα τις βόλτες μου. Ανακάλυπτα τον κόσμο αργά αλλά σταθερά, πήγαινα και τις εκδρομές μου! Άρχοντας.

Ένα πρωινό, και ενώ άραζα στον καναπέ, με πήρε αγκαλιά και με πήγε στο μπάνιο. Κατάλαβα (νομιζα ότι κατάλαβα ο αφελής) τί θα επακολουθούσε. Το μπάνιο δεν μου πολυάρεσε αλλά το ανεχόμουν. Με ακούμπησε μέσα στη μπανιέρα, άνοιξε και το νερό, και άρχισε να με βρέχει. Πρώτα με πάγωσε, μετά με έκαψε μετά βρήκε την σωστή θερμοκρασία και μετά άρχισα να γλιστράω μέσα στην μπανιέρα γιατί δεν ήξερε να με κρατάει σωστά και άρχισα τα σλάλομ. Γλιστρούσα προς τη μια μεριά, με έπιανε, γλιστρούσα προς την άλλη μεριά, με έπιανε, της έφευγε από τα χέρια το ντους, της έβρεχε τα μούτρα, γυρνούσε το προσωπό της από την άλλη για να αποφύγει το νερό, ξεκινούσα πάλι τα σλάλομ, έφτανα στην άλλη μεριά της μπανιέρας, εκείνη πάλευε να με συγκρατήσει από τη μια και να πιάσει το τηλέφωνο του ντουζ από την άλλη, που κοιτούσε στο ταβάνι και τα νερά πεταγόντουσαν σα συντριβάνι, τα νερά κάνανε πάρτυ γενικώς μέσα και έξω από την μπανιέρα και εγώ πηγαινοερχόμουν στη μπανιέρα κάνοντας καλλιτεχνικό πατινάζ. Κάποια στιγμή αγανάκτησα,, στηρίχτηκα στην κουπαστή της μπανιέρας και προσπάθησα να βγω, εκείνη άρχισε τα “όχι, όχι, πού πάς καλέ;” εγώ τον χαβά μου, να βγώ ήθελα αλλά ξαναγλιστρούσα και έφθανα πάλι στην άλλη άκρη της μπανιέρας και ξανά μανά από την αρχή. Οι σκύλοι δεν ελπίζουμε. Fact of life. Οι σκύλοι απλώς ζούμε αυτό που ζούμε μέχρι αυτό να τελειώσει. Όσο αυτό συνεχίζει, συνεχίζουμε και εμείς. Και όσο εκείνη πάλευε να με σαπούνισει κακήν κακώς, έφευγα μια από εδώ μια από εκεί, άλλοτε με σλάλομ άλλοτε με διπλό loop και ενώ προσπαθούσε να με ξέβγαλει έκανα στα ενδιάμεσα ένα μονό flip ώσπου στο τέλος, κατάφερε να με πιάσει, να με βγάλει από τη μπανιέρα και να με τύλιξει με μια πετσέτα. Αναστέναξα με ανακούφιση. Είχε τελειώσει. Είχα επιβιώσει. Έκανα καλού κακού και μια ευχή με όλη τη δύναμη της σκυλίσιας ψυχής μου, να μην το ξαναζήσω αλλά δεν έπιασε.

Με πήρε και με έβαλε πάνω στο Τραπέζι. Την παρακολουθούσα να ανοίγει το συρτάρι κάτω από το τραπέζι και να αρχίζει να βγάζει από μέσα διάφορες χτένες και βούρτσες. Τις κοιτούσε καλά καλά, τις ξαναέβαζε μέσα, τις ξαναέβγαζε, τις περιεργαζόταν προσεκτικά, κοίταζε ένα φωτεινό κάτι και διάβαζε μουρμουρώντας, μαύρισε η καρδιά μου, τα μαντάτα δεν ήταν καλά. Τo ό,τι είχα γλιτώσει μια φορά δεν σήμαινε ότι θα γλίτωνα δεύτερη. Η αβεβαιότητα στις κινήσεις, η αμηχανία στο πρόσωπό της, το σφίξιμο των χειλιών, το κοίταγμα στο φωτεινό παντογνώστη δεν ήταν αίσιοι οιωνοί. Φευ! Ήμουν ένα κουτάβι, παραδομένο στη ζωή και στα χέρια της. Αυτό το τελευταίο, μου έσφιξε λίγο το στομάχι. Με δισταγμό πήρε μια βούρτσα και άρχισε, ευτυχώς, να με βουρτσίζει απαλά, φοβούμενη μήπως με πονέσει. Πάλι καλά. Το πήγαινε γλυκά γλυκά και εγώ είχα αρχίσει να το ευχαριστιέμαι. Ένιωσα μια κάποια αισιοδοξία. Μου τελείωσε άπαξ μόλις έπιασε το διαβολομηχάνημα. Ο καυτός αέρας που ξερνούσε με δύναμη και ο θόρυβος που τρυπούσε τα αυτιά μου, με τρέλαιναν. Δεν αντεχόταν αυτό το πράγμα. Άρχισα να στριφογυρίζω για να ξεφύγω, Δεν ήξερα από πού να φυλαχτώ. Ο ζεστός αέρας με χτυπούσε όπου έβρισκε στο πρόσωπο και στο σώμα και ο θόρυβος μου διέλυε τον εγκέφαλο. Σε παρόμοια κατάσταση ήταν και εκείνη. Το έκλεινε το διαβολόπραμα, το ξανάνοιγε, το απομάκρυνε από μένα, το ξαναέφερνε κοντά μου. Δεν ήξερε τί της γινόταν. Κάποια στιγμή, της ήρθε η συμπαντική φώτιση, χαμήλωσε την θερμοκρασία, απομάκρυνε το ακατανόμαστο από τη μούρη μου και άρχισε να με στεγνωνει. Ηρέμησα και εγώ. “Ουφ”, σκέφτηκα “εντάξει θα μου ξημερώσει και η επόμενη μέρα.” Ναι, καλά.

Δεν είχε αφήσει καλά καλά από τα χέρια της το μηχάνημα και έπιασε το ψαλίδι. Εκεί τα είδα όλα. Δεύτε τελευταίον ασπασμό. Το ψαλίδι περνούσε μπροστά από τα μάτια μου σαν F-16, χράαατς από αριστερά, χρααατς από δεξιά, χρααατς από πάνω, χράατσ από πλάι και χράατς από κάτω. Κάθε φορά που εμφανιζόταν η μύτη του ψαλιδιού στην άκρη του οπτικού μου πεδίου με έπιανε τρόμος. Τα μάτια μου που ήταν “σαν κουμπάκια” γούρλωναν και εγώ έτρεμα. Απέστρεφα το βλέμμα μου, μήπως και εξαφανιστεί το ψαλίδι. Μπα, ακολουθούσε το χράτς.Αναπόφευκτα. Στο τέλος άφησε το ψαλίδι. Έκανε ένα βήμα πίσω και άρχισε να με περιεργάζεται προσεκτικά. Αν το βλέμμα της ήταν τίτλος βιβλίου θα ήταν “Επιχείρηση: Κουκλί Ζωγραφιστό. Κωδικός: total disaster”.

Την επομένη με πήγε άρον άρον στην κ. Ελένη την groomer. Να είστε πάντα καλά κ. Ελένη. Nα υγιαίνετε και μακροημερεύετε εσείς για να μακρομερεύω και εγώ.

Έκτοτε είμαι ο Ωραίος Μπρούμελ της γειτονιάς. Με ουρά πον-πον, κεφάλι χρυσάνθεμο και κορμί γλυπτό. Αμ πώς!


20200706_183244.jpg
 


Amaliaz

Well-Known Member
23 Οκτωβρίου 2009
10.118
4.785
Ενταξει... ειχα που είχα μια αδυναμια στη φυλη... με αποτελειωσατε :love::love::love::love::love::love::love::love:

(για καλό και για κακό μην κοιμάσαι και πολυ ανεμελη τα βράδια.... στη φωτογραφία φαινεται να εχει σχεδιο εξοντωσης. Εαν τακιμιασει με το μπετον , πραγματικα σε λυπαμαι!)
 
  • Haha
Reactions: Εriana


Yorkaddict

Well-Known Member
24 Ιανουαρίου 2011
5.445
12.860
Aθήνα
Αυτό το Τραπέζι, είναι κίνδυνος θάνατος για πολλούς σκύλους, Ρίπλεϋ.
Εμας η μαμά μας κάθε φορά που μας ανεβάζει πάνω συνέχεια μας λέει πως "κανένα γιόρκι δεν πέθανε από πιστολάκι" αλλά εμείς δεν την πιστεύουμε.
Αυτά είναι του σατανά.
Εχουμε ομάδα στο db "τριχωτοί ενωθείτε, αντισταθείτε" και μαζεύουμε υπογραφές.

τα φιλαράκια σου,
Σανυ, Μαρβιν
 


Εriana

Well-Known Member
28 Σεπτεμβρίου 2019
283
905
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΤΕΡΑΤΩΝ!


Το πρωί ξύπνησα γεμάτος χαρά όπως πάντα. Ορεξάτος για παιχνίδια, ξάπλες και μάσες. Με χαλούσε λίγο η παρουσία του ξινού αλλά ευτυχώς τα πρωινά κοιμάται μακάριος και κουφός, δε πα να γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω του. Αυτό με βολεύει μια χαρά γιατί τότε ο κόσμος είναι δικός μου και μόνο δικός μου.

Είχε μπει πια χειμώνας για τα καλά και ο καιρός ήταν κρύος και μουντός αλλά δεν με χαλούσε. Αφού πήγα βόλτα και απόλαυσα ένα υπέροχο κόκκαλο, ξάπλαρα σαν άρχοντας στον καναπέ. Ο ήλιος κρυμμενος πίσω από σύννεφα, είχε περάσει πια πάνω από το κεφάλι μου και συνέχιζε γοργά το δρόμο προς τη δύση.

Ξαφνικά εκείνη σηκώθηκε και άρχισε να κάνει πράγματα που δεν είχε ξανακάνει. Πρώτα πρώτα, έφερε μια σκάλα, ανέβασε τον μικρό στο σκοτεινό δωματιάκι πάνω από το μπάνιο και αυτός άρχισε να βγάζει ένα κάρο σακούλες και κουτιά όλων των μεγεθών και των χρωμάτων, της τα έδινε και εκείνη τα ακουμπούσε προσεκτικά κάτω. Σε λίγο γέμισε όλο το σαλόνι . Άρχισαν να βγάζουν διάφορα πράγματα από μέσα, πράγματα ακατανόητα, να τα περιεργάζονται , να μιλάνε, να τα πηγαίνουν πέρα δώθε και γενικά επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση. Καταλάβαινα ότι χαιρόντουσαν αλλά δεν έβλεπα τον λόγο. Περίεργα πράγματα!

Μετά από λίγο εμφανίστηκε ένα πράγμα ψηλό σαν δέντρο. Συγχίστηκα. Στην κυριολεξία. Γιατί αυτό είχε το σχήμα δέντρου, είχε το χρώμα δέντρου αλλά δέντρο δεν ήταν! Γιατί τα δέντρα μυρίζουν. Μυρίζουν χώμα, μυρίζουν βροχή μυρίζουν φύλλα, έχουν χίλιες μύριες μυρωδιές άλλες έντονες άλλες σαν ψίθυροι και το καθένα έχει τις δικές του. Αυτό στο σαλόνι ήταν κάτι σαν δέντρο αλλά όχι δέντρο και είχε μια παράξενη μυρωδιά αδιάφορη, απροσδιόριστη. Δεν το συμπάθησα.

Αλλά οι άνθρωποι με τρελό ενθουσιασμό κρέμασαν στα κλαδιά του σαν δέντρο κάτι γυαλιστερες στρογγυλές σφαίρες σε διάφορες αποχρώσεις, άλλες μικρές άλλες μεγάλες, άλλες διάφανες, και μετά το τύλιξαν με κάτι σύρματα και με κάτι κορδέλες. Το σαν δέντρο έστεκε στη μέση του σαλονιού άχαρο και φορτωμένο με τα διάφορα ακατανόητα πάνω του. Μετά εκείνη και ο μικρός πήραν άλλα σύρματα και τύλιγαν τα έπιπλα και τα κουρτινόξυλα. Στο τέλος έβαλαν κάτι άγνωστα και παντελώς αδιάφορα για εμένα πράγματα κάτω από το δέντρο και πάνω στα ράφια και σε διάφορα μέρη του σπιτιού. Ένιωθα ανήσυχος, μάρτυρας αυτού του ανεξήγητου γεγονότος, κοιτούσα προσπαθώντας να καταλάβω τί συμβαίνει, αν όλο αυτό με αφορούσε, αν αυτό που γινόταν ήταν για χαρά ή για φόβο και δυστυχώς οι αντιδράσεις των ανθρώπων με μπέρδευαν. Μιλούσαν και γελούσαν αλλά αυτές οι αλλαγές στο σπίτι ήταν ανησυχητικά ενοχλητικές. Τους παρακολουθούσα έντονα και προσεκτικά, είχα χάσει την ηρεμία μου αλλά από την άλλη οι εκφράσεις τους, οι κινήσεις τους με καθησύχαζαν. Ήταν χαρούμενοι.

Έξω είχε σκοτεινιάσει πια για τα καλά και μέσα εκείνη, εκείνος και ο μικρός είχαν τελειώσει αυτό που έκαναν, και εγώ είχα αρχίσει να χαλαρώνω. Ο ξινός είχε σηκωθεί πριν από ώρα και ακατάδεκτος και νωθρός όπως πάντα είχε καθίσει δίπλα στο καλοριφέρ του σαλονιού που σκόρπιζε γλυκιά ζέστη στο χώρο, κοιτάζοντας αδιάφορα τον μικρό χαμό που συνέβαινε real time μπροστά του. Μάλλον είχε κατακτήσει τη νιρβάνα. Το σπίτι επίστρεφε στην οικεία ηρεμία του. Αυτή την φορά όμως ήταν μια παράξενη ηρεμία.

Καθισμένοι στον καναπέ οι άνθρωποι μιλούσαν, το φωτεινό κουτί κουνούσε εικόνες και ο ξινός ανέβηκε και κουλουριάστηκε στα πόδια τους. Ανέβηκα και εγώ και κάθισα πάνω σε εκείνη, η οποία άρχισε να με χαιδεύει αφηρημένα. Κάποια στιγμή σηκώθηκε και έσβησε τα φώτα του σπιτιού. Και τότε...

Βρέθηκα σε έναν άλλον κόσμο.. Άγνωστο, τρομακτικό, εχθρικό. Σε έναν κόσμο που το φως ήταν αλλιώτικο, τα σχήματα χάνονταν μέσα στις σκιές και όλα είχαν παραμορφωθεί. Τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν του κόσμου τούτου. Το φως του ηλίου και το φώς των ανθρώπων μέσα στο σπίτι ήταν πάντα εκεί ακινητα, σταθερά, διάχυτα να φωτίζουν τον κόσμο στον οποίο είχα ανοίξει τα μάτια μου και ζούσα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αλλά και το σκοτάδι όταν την νύχτα απλωνόταν, ήταν ακίνητο, στέρεο. Αυτό εδώ όμως το φως, που ξεχυνόταν μέσα από τα φυλλώματα του σαν δέντρο ακανόνιστα απρόβλεπτα, μια στιγμή το έβλεπες και μετά αποσυρόταν, εξαφανιζόταν και την επόμενη στιγμή, πεταγόταν σε άλλη απόχρωση σε άλλο ρυθμό. Και οι σκιές, αχ! οι σκιές , ζωντάνεψαν απειλητικές, αδυσώπητες, να κινούνται, να μεγαλώνουν, να χάνονται και να εμφανίζονται σε έναν αφύσικο χορό φωτός και σκότους.

Πετάχτηκα έντρομος και στάθηκα όρθιος στο καναπέ. Κοίταζα γύρω μου ανήσυχος, αγριεμένος τον καινούριο αυτόν κόσμο τον τόσο γνωστό και τόσο άγνωστο. Όλες μου οι αισθήσεις είχαν οξυνθεί. Τ αυτιά μου ορθώθηκαν έτοιμα να πιάσουν τον παραμικρό ήχο, τα μάτια μου προσπαθούσαν να διαπεράσουν τις σκιές που χόρευαν στο φως, και η μύτη μου μύριζε τον αέρα να βρει παράταιρες οσμές.

Και τότε ήρθαν τα ΤΕΡΑΤΑ!

Υπάρχουν συμβάντα για τα οποία, μόνο ένας καταραμένος ποιητής θα μπορούσε να μεταφέρει με την πένα του, τον αρχέγονο τρόμο που γεννούν, ο οποίος κατακλύζει και καθηλώνει την ύπαρξη.

Μέσα από τις κινούμενες σκιές και το ημίφως αναδύθηκαν τα Τέρατα. Ήταν λίγο μικρότερα από τo μπόι μου, πανάσχημα, ντυμένα στα κόκκινα, άλλα με μεγάλη μύτη, άλλα με στομα να χάσκει και άλλα γεμάτα τρίχες γύρω από το στόμα. Τα περισσότερα ήταν κάτω από το δέντρο, μαζεμένα το ένα κοντά στο άλλο, ενώ άλλα ήταν πάνω σε ράφια και στα σκαλιά. Και ήταν πολλά, πάρα πολλά! Ήμαστε περικυκλωμένοι! Ήμαστε χαμένοι!

Πρέπει να ήταν κρυμμένα στο δωματιάκι πάνω από το μπάνιο ανάμεσα στα κλαδιά του σαν δέντρο. Και εκεί στο σκοτάδι απεργάζονταν το σχέδιο της εισβολής τους. Περίμεναν υπομονετικά να έρθει το πλήρωμα του χρόνου και κάποιο παιδάκι να ανέβει και να κατεβάσει το σαν δέντρο κάτω. Και τότε εισέβαλαν ομαδόν στο σπίτι και το κατέλαβαν.

Τα απαίσια πλάσματα παρέμεναν ακίνητα, σιωπηλά, λες και δεν είχαν ζωή. Είχαν πόδια, χέρια και κεφάλια αλλά δεν κουνιόντουσαν ρούπι! Ανέκφραστα, παγωμένα έστεκαν κοιτώντας, όχι εμένα, τους ανθρώπους ή τον ξινό, αλλά το τίποτα. Μέχρι που το φως τα κτυπούσε και οι σκιές έπεφταν πάνω τους δημιουργώντας φρικτές γκριμάτσες και την αίσθηση ότι τώρα θα αρχίσουν να παρελαύνουν μέσα στο σπίτι. Ο τρόμος που με κατέβαλε δεν είχε τέλος.

Και ενώ όλα αυτά τα τρομερά ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια μου, οι άνθρωποι και ο ξινός συνέχιζαν σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Μιλούσαν, γελούσαν, έβλεπαν το φωτεινό κουτί, έτρωγαν και έπιναν, ο δε ξινός γουργούριζε κουβαριασμένος στα πόδια εκείνης. Φαίνεται πώς μόνο εγώ με τις σούπερ αισθήσεις μου είχα αντιληφθεί τους εισβολείς. Δεν είχαμε καμιά ελπίδα!

Ήμουν μόνος, εγώ, ο Mighty Ripley εναντίον των Τεράτων! Είχα πάρει θέση μάχης. Μέσα στην σιωπή της νύχτας ακουγόταν μόνο το υπόκωφο γρύλισμά μου. Περίμενα να κάνουν την πρώτη κίνηση για να ορμήξω πάνω τους, να ξεσκίσω, να ξεκάνω όσα περισσότερα μπορούσαν πριν με καταβάλλει ο αριθμος τους. Τί ειρωνία της τύχης. Εγώ, born to be a lover, not a fighter , έμελλε σε λίγα λεπτά, να γράψω ένδοξες σελίδες ηρωισμού και αυτοθυσίας. Οι γενιές του μέλλοντος θα μιλούσαν για τον μικρό άσπρο σκύλο που μόνος του τα έβαλε με τις ορδές των Τεράτων και έπεσε μαχόμενος υπερασπιζόμενος το σπίτι και τους ανθρώπους του!

Εκείνη την στιγμή των στιγμών που θα όριζε αμετάκλητα όσα θα επακολουθούσαν, που ετομαζόμουν να δώσω την μάχη των μαχών υπέρ βωμών και εστιών και να περάσω στην Ιστορία, άρχισαν να χτυπάνε καμπανούλες και ένα από τα Τέρατα που βρίσκονταν κάτω από το δέντρο άρχισε να κουνάει πέρα δώθε τον πισινό του και να τραγουδάει με φωνή στεντόρεια, “Ηο, Ηο, Ηο, Jingle bells, jingle bells, jingle all the waaay, O what fun it is to ride in a one horse open sleeeeigh!” Kαι ένα άλλο τέρας άρχισε να κουνά τα χέρια του και να τραγουδά “We whish you a merry Chrismas, we wish you a merry Chrismas, we wish you a merry Chrismas and a happy New Year”!

Τα ένστικτά μου κατάρρευσαν όλα μαζί. Tα τέρατα χόρευαν και τραγουδούσαν! Και μαζί τους γελούσαν και τραγουδούσαν οι άνθρωποι! Δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό που συνέβαινε! Ο τρόμος έγινε απελπισία. Σε πλήρη σύγχιση, όλο απόγνωση στράφηκα σε εκείνη. Την κοιτούσα έντονα, περίμενα από αυτήν κάτι να πει, κάτι να κάνει! Εκείνη με βούτηξε και με έχωσε στην αγκαλιά της τραγουδώντας “Jingle bells, jingle bells,, jingles all the waaay”. Άρχισα λοιπόν και εγώ να κουνάω το πον-πον μου και να γαβγίζω ενθουσιασμένος! Ε, αφού ανθρωποι και τέρατα ήταν μέσα στην καλή χαρά, δεν είχα λόγο να μην είμαι και εγώ! It was party time! Τα πάρτυ μου ταίριαζαν καλύτερα από τις μάχες αφού, ως γνωστόν, I born to be a lover not a fighter!

Mόνο ο ξινός, δεν είχε πάρει χαμπάρι μια, μακάριος και κουφός, κοιμόταν γουργουρίζοντας...


20201207_190635.jpg
 


Στατιστικά Forum

Θέματα
33.103
Μηνύματα
895.601
Μέλη
19.914
Νεότερο μέλος
nicksugar3