Ποιμενική ορολογία σχετική με τα σκυλιά

Ποιμενική ορολογία, παραδοσιακές λέξεις και φράσεις που αφορούν και περιγράφουν τον σκύλο, σε εμφάνιση, χαρακτήρα ή οτιδήποτε άλλο συναντώνται σε όλη τη χώρα. Ιδιωματισμοί και ντοπιολαλιές σε σχέση με τον σκύλο.

Λέξεις και εκφράσεις σε ποιμενική ορολογία, τσοπάνικη διάλεκτο από όλη την Ελλάδα που αφορούν το σκύλο, τσοπανόσκυλο ή κυνηγόσκυλο ή οτιδήποτε άλλο.

Σκύλος και παράδοση
Σκύλος και παράδοση

Οι ντοπιολαλιές και οι διάλεκτοι που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν είναι πολλές. Η ποντιακή, τα τσακώνικα, τα βλάχικα, τα αρβανίτικα, η διάλεκτος της ανατολικής ρωμυλίας, η κρητική και κάποια ιδιώματα περιορισμένης γεωγραφικής έκτασης που χρησιμοποιούνται σε νησιά. Ακόμα και ο τρόπος που ξένοι και μετανάστες μιλούν τα Ελληνικά και ο τρόπος που περιγράφουν το σκύλο είναι σημαντικές.

Όλα αυτά, ακόμα και σήμερα, θεωρούνται από τους περισσότερους καταστροφικά για την γλώσσα. Αυτές οι διαφορετικές λέξεις, φράσεις και εκφράσεις απαξιώνονται και φιλτράρονται από το εκπαιδευτικό σύστημα και την κοινωνία για να “πεταχτούν” και να ξεχαστούν. Αντιθέτως, όμως, αυτά όλα είναι ο πλούτος της γλώσσας. Η ποιμενική ορολογία, η τοπική διάλεκτος, ο ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης του ξένου είναι χρώμα, ποικιλία, μπόλιασμα, σύνδεση με την ιστορία… Όλα ζωτικής σημασίας για τον πολιτισμό.

Ας δούμε τώρα κάποιες σχετικές με το σκύλο:

Μπασιούρης (ρικο): Μαύρο με λευκά σημάδια στο στήθος, στο λαιμό, το επιρίνιο και τα άκρα.

Καραμάνης(νικο): Μαύρο κατά μια εκδοχή και λευκό στο κορμό με μεγάλα μαύρα σημάδια στις παρειές (μάγουλα) και μερικές φορές στα αυτιά και στα πόδια κατά μια άλλη εκδοχή.

Αράπης ή Αραπάκης: Μαύρο

Γκάϊα για θηλυκό: Μαύρη σκύλα

Κοράκης: Μαύρο

Μπέλλο, Μπέλλος, Μπελλίνης, Μπέλλα: Κατάλευκο

Τσοπάνικη ορολογία για το σκύλο
Τσοπάνικη ορολογία για το σκύλο

Νιάο: Κατάλευκο. Αφορά συνήθως θηλυκές και στη βλάχικη ντοπιολαλιά σημαίνει χιόνι.

Χιόνο, χιόνα: Κατάλευκο.

Φλώρο: Υπόλευκο ή λευκό με μαύρα στίγματα στο ρύγχος ή και στα πόδια.

Κάλεσο, Κάλεσος, Κάλεσα: Λευκό με συμμετρικές μαύρες κηλίδες, κυρίως γύρω από τα μάτια.

Καραμπάσης: το ίδιο με το κάλεσο.

Καλεσάκης: Υποδεέστερος του Κάλεσου σε σωματική διάπλαση.

Ματούλης, Ματούλα: Το ίδιο με το Κάλεσο.

Μαυρομάτης: Το ίδιο με το Κάλεσο, αλλά με μεγαλύτερες κηλίδες ή με το ένα μάτι μαύρο.

Ματούτσικο: Λευκό με το ένα μάτι μαύρο.

Μπάλιο, Μπάλιος, Μπάλια, Μπαλίκας, ή Μπαλιούκας: Ο χρωματισμός αυτός έχει κατά περιοχές διαφορετική ερμηνεία. Στη περιοχή της Ηπείρου «Μπάλιο σκύλο» λένε τους λευκούς στικτούς (πιτσιλωτούς) σκύλους που δημιουργούν μια γκρίζα απόχρωση (κυανομιγής). Σε άλλες περιοχές εννοούν ένα από τους πιο κλασσικούς χρωματικούς συνδυασμούς των Ε.Π. Δηλαδή λευκό γύρω από το λαιμό (γιορντάνι), λευκό στήθος, κοιλιά, ακρόποδα και λευκό στοιχείο στην ουρά.

Λιάρο, Λιάρος, Λιάρα: Λευκό με μαύρες κηλίδες στο κορμό. Το λιάρο ξεκίνησε σαν έκφραση του λεκιασμένου, βρώμικου λευκού (Λερό, λιάρο, βρώμικο) προσδιορίζοντας στη συνέχεια το δίχρωμο (λευκό-μαύρο, λευκό-καφέ κ.λ.π.).

Παρδάλης, Παρδαλή, Παρδάλω: Το ίδιο με το Λιάρο, χωρίς ν’ αποκλείουμε κηλίδες και στίγματα, καστανού ή φαιού ή με ραβδώσεις χρώματος).

Ποιμενική ορολογία και διάλεκτος
Ποιμενική ορολογία και διάλεκτος

Τραχήλης: Μαύρο με άσπρο στο τράχηλο ή και στο λαιμό γενικότερα.

Γιορντάνης: Το ίδιο με τον τραχήλη ή κατ’ άλλους Μπάλιο στη κατανομή των χρωμάτων, αλλά καστανόφαιο μαύρο (Μούργκο) ως προς τις αποχρώσεις.

Λύκας: Ο σκύλος που έχει το χρωματισμό του λύκου (γκρίζο ή καψαλό).

Μούργκο, Μουργκό, Μουργκιά, Μουργκούσω: Κυρίως καστανόφαιος χρωματισμός, πολλές φορές συνδυασμένο με μαύρες ρίγες (ραβδωτό τιγρέ), μαύρες ανταύγειες ή σκούρα προς το μαύρο ράχη, αλλά και υπόξανθο ή φαιό.

Μουτζούρης ή Μουρτζιάπης: Σκύλος με γκριζωπό χρώμα και μαύρα στίγματα στο ρύγχος.

Γκιόσο ή Γκέσο, Γκέσα, Γκεσούλης, Γκεσούλω: Μαύρο ή μαυροκάστανο χρώμα με ανοιχτόχρωμα (υπόλευκα, ανοιχτά, φαιά, ανοιχτά καφέ, φαιοκίτρινα ή πυρόξανθα) κυρίως υπερόφρυα τόξα (φρύδια) παρειές (μάγουλα) ακρόποδα, σπανιότερα δε στήθος και κοιλιά.

Ζέπης: Το ίδιο με το Γκέσος, αλλά προφέρετε από αλβανόφωνους.

Κανέλλης, Κανέλλος, Κανέλλω: Σκύλοι με το χρώμα της κανέλλας.

Ποιμενική ορολογία
Ποιμενική ορολογία

Λάπας: Χρωματικός προσδιορισμός κοκκινωπού σκύλου. Οι Σαρακατσαναίοι χρησιμοποιούν το όνομα Λιάπης και οι Βλαχόφωνοι Λιαπίκης.

Κοκκίνης: Αφορά επίσης τον ίδιο κοκκινωπό χρωματισμό.

Καψάλης: Προσδιορίζει επίσης κοκκινωπό σκύλο, αλλά και σκύλο που έχει χρώμα τριχώματος σταρένιο (υπόξανθο), ξανθόφαιο, πυρόξανθο, ή πύρινο.

Μπάλιο-Γκέσο: Ο κλασσικός μαύρος χρωματισμός και κατανομή χρωμάτων του Μπάλιου, αλλά με ανοιχτόχρωμα φρύδια και μάγουλα.

Λιάρο-γκέσο: Ασπρόμαυρο με ανοιχτόχρωμα φρύδια και μάγουλα.

Καφέ-Κάλεσο: Λευκό με καφέ κηλίδες γύρω από τα μάτια.

Καφέ-Λιάρο: Λευκό με καφέ κηλίδες στο σώμα.

Μπιρμπίλης: Με πολλές μπιρμπίλες (προγούλια).

Πατούνης ή Πατούνας: Με χοντρά και στιβαρά πέλματα.

Ζάρκο ή Ζάρκος ή Προζιούτο: Κοντότριχο. Ζαρκούλα είναι η κοντότριχη σκύλα ή η σκύλα που δαγκώνει την κάπα του βοσκού από τη κατσούλα (Ζαρκούλα στα βλάχικα σημαίνει κατσούλα).

Φουντούκης, Φουντωτός, Μαλλάτος: Μακρύτριχος σκύλος.

Βέσιος: Κατά τους βλαχόφωνους, σκύλος με μεγάλα αυτιά.

Ούρσος ή Ούρσα: Γεροδεμένος και μεγαλόσωμος (Ούρσα κατά τους βλαχόφωνους είναι η Αρκούδα… Urs στα Ρουμάνικα).

Ρουμάνης, Ρωμαίος, Τούρκα: Σκύλοι αντοχής και άγριοι.

Σουλτάνα, Μόρφω: Όμορφη θηλυκιά.

Γκεμάλης: Από τον Κεμάλ Ατατούρκ, δηλώνει αγριάδα, πονηριά και ευστροφία.

Λιάπης, Λιαπίτης, Αρβανίτης: Δηλώνει σκληρότητα και δεν υποχωρεί.

Αηδόνω: Θελκτικό γάβγισμα.

Αντάρας: Άγριος, επιθετικός.

Γκούλης: Χαδιάρης, παιχνιδιάρης.

Ζαβούρης: Ξεροκέφαλος.

Καλύβας: Ο σκύλος που παραμένει στη καλύβα ή στη στάνη.

Καραούλης ή Καραούλα: Ο σκύλος που πιάνει «καραούλι» δηλαδή εποπτικό σημείο, ώστε να φυλάει το κοπάδι.

Ποιμενικά και ποιμενική ορολογία

Λιόντας: Ψυχωμένος και μεγαλόσωμος σκύλος.

Τζιομπάνος: Ο κυρίαρχος σκύλος που πρωτοστατεί και νοιάζεται το κοπάδι.

Κελεπούρης: Ο τυχαία εμφανιζόμενος σκύλος.

Κλαφούνης: Ο κλαψιάρης.

Φουρτούνας: Ο σκύλος που προκαλεί πανικό στον αντίπαλο.

Χαρόνι ή Χαρόνης: Σκύλος που θυμίζει το χάρο σε εμφάνιση και αίσθηση.

Κουλούκι: Το σκυλί ή το κουτάβι στην Κρήτη και την Νάξο.

Γρίβας: ο σκουρογκριζομουργκοραβδωτός.

Ούρσης: επίσης με κρανίο χωρίς στοπ και κωνικό ρύγχος.

Κελεπούρης: επίσης γνωστός και ως Λαχείος για συγκεκριμμένη γραμμή.

Κατσουνοράδης: Ο σκύλος με την γυριστή ουρά. Χρησιμοποιείται στην Κρήτη.

Αν γνωρίζετε άλλες, παρόμοιες λέξεις και εκφράσεις θα θέλαμε να τις μοιραστείτε με εμάς στα σχόλια!

Διαβάστε επίσης “Η υπόθεση του καφέ σκύλου”

Ακολουθείστε το Dogforum και στο Google News

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Scroll to Top