ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΑΡΧΗ
Έχω ένα μάντρα μέσα μου. Το λέω, καθημερινά, τουλάχιστον δέκα φορές από μέσα μου και άλλες πέντε απ’ έξω μου.
“Με τους ανθρώπους κάνω υπομονή, χρειάζονται πολλή μα πάααρα πολλή εκπαίδευση”.
Να πάρω τα πράγματα από την αρχή.
Γέννηθηκα κάπου. Θυμάμαι να έχω τέσσερα αδέλφια, δεν είμαι σίγουρος, πάντως είχα μια καλή μαμά . Πρέπει να περνούσα καλά έτσι χαρούμενος που είμαι.
Αλλά μια μέρα με κλείσανε μέσα σε μια τσάντα και μετά από λίγο έχασα την γη κάτω από τα πόδια και μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Βρέθηκα κάτι χιλιόμετρα πάνω από τη γη, στα σύννεφα στην κοιλιά ενός μεταλλικού θηρίου. Έπαθα πλάκα. Έτρεμα μέσα μου, σκεφτόμουν. “Πάει, αυτό ήταν, φεύγω για τον ουρανό, κάπως έτσι πεθαίνουμε εμείς οι σκύλοι.”.. και άλλα τέτοια τρομακτικά κι ας ήμουν μικρούλης.
Μετά από ώρα ξαναβρέθηκα ως δια μαγείας ξανά στη γη και με κουβαλούσαν μέσα σε ένα τεράστιο χώρο. Έβλεπα ανθρώπινα πόδια να πηγαινοέρχονται βιαστικά, να με προσπερνάνε, να σκάνε από πίσω μου, να στέκονται ακίνητα. Κάτι εκκωφαντικές φωνές να λένε διάφορα ακατάληπτα, ξανά και ξανά, βρισκομουν σε πλήρη σύγχιση πια. Ο κόσμος μου είχε αναποδογυρίσει, όχι, όχι είχε γκεμιστεί. Πού ήταν ο υπέροχος κήπος με τις τριανταφυλλιές, τα αδέλφια μου που παίζαμε σαν τρελά, η μαμά μου που με φρόντιζε, ακόμη και εκείνος ο κύριος που ερχόταν κάθε μέρα και ασχολιόταν μαζί μας. Ξαφνικά από τη γη πέταξα στον ουρανό και τώρα είχα κατέβει σε μια άλλη γη, όλο φασαρία και αμέτρητα πόδια....
Τα είχα χάσει τελείως, σχεδόν έτρεμα. Καθόμουν ήσυχα ήσυχα στριμωγμένος μέσα στη τσάντα για να μην με πάρουν χαμπάρι, μπας και γλιτώσω.
Και αν όλα τα προηγούμενα φαντάζουν τόσο τρομακτικά, ήταν τίποτε σε αυτό που ακολούθησε. Κάποια στιγμή, ο κουβαλητής μου ακούμπησε κάτω την τσαντούλα μου και την άνοιξε. “Ουφ” σκέφτηκα, “την γλίτωσα, όλα καλά!” Οστόσο παρέμεινα μέσα στο τσαντάκι ακούνητος να σιγουρευτώ ότι πράγματι τα δύσκολα πέρασαν. Δεν πρόλαβα να τελειώσω την σκέψη μου, δύο χέρια με έβγαλαν από την τσάντα. Και εκεί κατάλαβα τί θα πεί πραγματικός τρόμος.
Με πήρε στα χέρια της, γελώντας, με έβαλε στην αγκαλιά της γελώντας και άρχισε να με χαιδεύει παντού και να λέει με χαρούμενη φωνή. “Ααααχ, τί γλυκούλης που είσαι ! Σκέτο κουκλίιιι!!” “Μα εσύ είσαι πανέμορφος, το πιο όμορφο σκυλάκι στο κόσμο!!! Πω πώ τί ματάκια είναι αυτά, σαν κουμπάκια!” Και άλλα τέτοια κουλά και δόστου να με χαϊδεύει,, να με γυρναει από την μια μεριά, να με γυρνάει από την άλλη, να με σηκώνει ψηλά και να με ταρακουνάει. ”Αχ τί ομορφούλι!!” Εγώ πλέον τα είχα φτύσει τελείως και είχα παραδοθεί στη μοίρα μου όποια κι αν ήταν αυτή. Δεν ήλπιζα σε τίποτε πια, μόνο να τελειώσει αυτό το γλυκανάλατο μαρτύριο. Αν δεν έμενα στα χέρια της από το ζούπηγμα, θα κατέληγα από σάκχαρο. Αφερίμ!
Μετά με έβαλε στη τσάντα και φύγαμε από εκείνο τον τρομακτικό χώρο. Μπηκαμε σε ένα αυτοκίνητο, αυτή στο τιμόνι, εγώ δίπλα της και βγήκαμε στο δρόμο. Σε όλη τη διαδρομή, μιλούσε ακατάπαυστα, όλο ενθουσιασμό, πού και πού μού έριχνε μια ματιά και συνέχιζε ακάθεκτη. “Αχ, τί ωραία που θα περάσουμε, Ρίπλευ, θα δεις! Σε περιμένουν όλοι πώς και πώς στο σπίτι.” “Θα περνάμε υπέροχα, βόλτες, παιχνίδι, ό,τι γουστάρουμε! Σου υπόσχομαι Ρϊπλευ πώς η ζωή μαζί θα είναι κα- τα- πλη-κτι-κή.” Ήταν μέσα στην τρελή χαρά! Τόοοοσο χαρά αυτή, τόοοσο τρόμο εγώ. Δεν ήταν η ανεξήγητη γεμάτη έκρηξη χαρά που με ανησυχούσε τόσο αλλά το ότι κανένας Ρίπλευ δεν της απαντούσε. Καθόμουν κουβαριασμένος μέσα στην τσάντα, ακίνητος, προσπαθώντας να αφουγκραστώ την παρουσία κάποιου τρίτου παυτοκίνητο, εις μάτην. Κανένας τρίτος δεν υπήρχε. Είμασταν μόνο αυτή και εγώ. Άρχισα να σκέφτομαι, ότι καθόμουν δίπλα σε μια θεότρελλη που μιλούσε σε έναν Ρίπλευ που δεν υπήρχε, ένα φάντασμα, ένα αποκύημα της φαντασίας της. Άρχισα να πνίγομαι από πανικό.
Το μέλλον μου διαγραφόταν ζοφερό. Μόνο ένας Πόε θα μπορούσε να περιγράψει την κατάσταση στην οποία είχα περιέλθει, μόνο ένας Πόε...
Το μάντρα δεν το είχα σκεφτεί ακόμη. Στο κάτω κάτω ήμουν απλώς ένα κουτάβι τεσσάρων μηνών.

Έχω ένα μάντρα μέσα μου. Το λέω, καθημερινά, τουλάχιστον δέκα φορές από μέσα μου και άλλες πέντε απ’ έξω μου.
“Με τους ανθρώπους κάνω υπομονή, χρειάζονται πολλή μα πάααρα πολλή εκπαίδευση”.
Να πάρω τα πράγματα από την αρχή.
Γέννηθηκα κάπου. Θυμάμαι να έχω τέσσερα αδέλφια, δεν είμαι σίγουρος, πάντως είχα μια καλή μαμά . Πρέπει να περνούσα καλά έτσι χαρούμενος που είμαι.
Αλλά μια μέρα με κλείσανε μέσα σε μια τσάντα και μετά από λίγο έχασα την γη κάτω από τα πόδια και μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Βρέθηκα κάτι χιλιόμετρα πάνω από τη γη, στα σύννεφα στην κοιλιά ενός μεταλλικού θηρίου. Έπαθα πλάκα. Έτρεμα μέσα μου, σκεφτόμουν. “Πάει, αυτό ήταν, φεύγω για τον ουρανό, κάπως έτσι πεθαίνουμε εμείς οι σκύλοι.”.. και άλλα τέτοια τρομακτικά κι ας ήμουν μικρούλης.
Μετά από ώρα ξαναβρέθηκα ως δια μαγείας ξανά στη γη και με κουβαλούσαν μέσα σε ένα τεράστιο χώρο. Έβλεπα ανθρώπινα πόδια να πηγαινοέρχονται βιαστικά, να με προσπερνάνε, να σκάνε από πίσω μου, να στέκονται ακίνητα. Κάτι εκκωφαντικές φωνές να λένε διάφορα ακατάληπτα, ξανά και ξανά, βρισκομουν σε πλήρη σύγχιση πια. Ο κόσμος μου είχε αναποδογυρίσει, όχι, όχι είχε γκεμιστεί. Πού ήταν ο υπέροχος κήπος με τις τριανταφυλλιές, τα αδέλφια μου που παίζαμε σαν τρελά, η μαμά μου που με φρόντιζε, ακόμη και εκείνος ο κύριος που ερχόταν κάθε μέρα και ασχολιόταν μαζί μας. Ξαφνικά από τη γη πέταξα στον ουρανό και τώρα είχα κατέβει σε μια άλλη γη, όλο φασαρία και αμέτρητα πόδια....
Τα είχα χάσει τελείως, σχεδόν έτρεμα. Καθόμουν ήσυχα ήσυχα στριμωγμένος μέσα στη τσάντα για να μην με πάρουν χαμπάρι, μπας και γλιτώσω.
Και αν όλα τα προηγούμενα φαντάζουν τόσο τρομακτικά, ήταν τίποτε σε αυτό που ακολούθησε. Κάποια στιγμή, ο κουβαλητής μου ακούμπησε κάτω την τσαντούλα μου και την άνοιξε. “Ουφ” σκέφτηκα, “την γλίτωσα, όλα καλά!” Οστόσο παρέμεινα μέσα στο τσαντάκι ακούνητος να σιγουρευτώ ότι πράγματι τα δύσκολα πέρασαν. Δεν πρόλαβα να τελειώσω την σκέψη μου, δύο χέρια με έβγαλαν από την τσάντα. Και εκεί κατάλαβα τί θα πεί πραγματικός τρόμος.
Με πήρε στα χέρια της, γελώντας, με έβαλε στην αγκαλιά της γελώντας και άρχισε να με χαιδεύει παντού και να λέει με χαρούμενη φωνή. “Ααααχ, τί γλυκούλης που είσαι ! Σκέτο κουκλίιιι!!” “Μα εσύ είσαι πανέμορφος, το πιο όμορφο σκυλάκι στο κόσμο!!! Πω πώ τί ματάκια είναι αυτά, σαν κουμπάκια!” Και άλλα τέτοια κουλά και δόστου να με χαϊδεύει,, να με γυρναει από την μια μεριά, να με γυρνάει από την άλλη, να με σηκώνει ψηλά και να με ταρακουνάει. ”Αχ τί ομορφούλι!!” Εγώ πλέον τα είχα φτύσει τελείως και είχα παραδοθεί στη μοίρα μου όποια κι αν ήταν αυτή. Δεν ήλπιζα σε τίποτε πια, μόνο να τελειώσει αυτό το γλυκανάλατο μαρτύριο. Αν δεν έμενα στα χέρια της από το ζούπηγμα, θα κατέληγα από σάκχαρο. Αφερίμ!
Μετά με έβαλε στη τσάντα και φύγαμε από εκείνο τον τρομακτικό χώρο. Μπηκαμε σε ένα αυτοκίνητο, αυτή στο τιμόνι, εγώ δίπλα της και βγήκαμε στο δρόμο. Σε όλη τη διαδρομή, μιλούσε ακατάπαυστα, όλο ενθουσιασμό, πού και πού μού έριχνε μια ματιά και συνέχιζε ακάθεκτη. “Αχ, τί ωραία που θα περάσουμε, Ρίπλευ, θα δεις! Σε περιμένουν όλοι πώς και πώς στο σπίτι.” “Θα περνάμε υπέροχα, βόλτες, παιχνίδι, ό,τι γουστάρουμε! Σου υπόσχομαι Ρϊπλευ πώς η ζωή μαζί θα είναι κα- τα- πλη-κτι-κή.” Ήταν μέσα στην τρελή χαρά! Τόοοοσο χαρά αυτή, τόοοσο τρόμο εγώ. Δεν ήταν η ανεξήγητη γεμάτη έκρηξη χαρά που με ανησυχούσε τόσο αλλά το ότι κανένας Ρίπλευ δεν της απαντούσε. Καθόμουν κουβαριασμένος μέσα στην τσάντα, ακίνητος, προσπαθώντας να αφουγκραστώ την παρουσία κάποιου τρίτου παυτοκίνητο, εις μάτην. Κανένας τρίτος δεν υπήρχε. Είμασταν μόνο αυτή και εγώ. Άρχισα να σκέφτομαι, ότι καθόμουν δίπλα σε μια θεότρελλη που μιλούσε σε έναν Ρίπλευ που δεν υπήρχε, ένα φάντασμα, ένα αποκύημα της φαντασίας της. Άρχισα να πνίγομαι από πανικό.
Το μέλλον μου διαγραφόταν ζοφερό. Μόνο ένας Πόε θα μπορούσε να περιγράψει την κατάσταση στην οποία είχα περιέλθει, μόνο ένας Πόε...
Το μάντρα δεν το είχα σκεφτεί ακόμη. Στο κάτω κάτω ήμουν απλώς ένα κουτάβι τεσσάρων μηνών.
