Βάζοντας την Ίρις στο σπιτικό μας από την πρώτη μέρα τέθηκε το θέμα της στείρωσης.
Τέσσερα άτομα, τέσσερις διαφορετικές απόψεις.
Ορίσαμε την στείρωση για το Σάββατο το πρωί ώστε να έχουμε μπροστά μας Σαββατοκύριακο για να την προσέχουμε (τελικά πήρα άδεια και την Δευτέρα).
Το βράδυ της Παρασκευής πέρασε δύσκολα. Ο ενοχικός μου χαρακτήρας με βασάνιζε ανηλεώς.
Κι αν κάτι δεν πάει καλά; Κι αν δεν είναι η σωστή απόφαση και έπρεπε αργότερα κι όχι τόσο νωρίς;
Ο σύζυγος καμιά εικοσαριά φορές σηκώθηκε (για νερό, για τσιγάρο, για τουαλέτα) να φυσά και να ξεφυσά. Να την χαϊδεύει, να της ψιθυρίζει, να την καθησυχάζει.
Άντεξα μέχρι τις έξι. Το στρώμα δεν με σήκωνε. Έκανα καφέ και κάθισα στο μπαλκονάκι. Η πρωινή υγρασία ήταν ευπρόσδεκτη. Μου καθάρισε το μυαλό. Ήταν για το καλό της.
Κι αν κάτι δεν πάει καλά;
Ο σύζυγος έφυγε για τη δουλειά, τα παιδιά σηκώθηκαν η μεγάλη φροντιστήριο, η μικρή βόλτα με τους φίλους της και μένω μόνη στο σπίτι προσπαθώντας να εξηγήσω / δικαιολογήσω την απόφαση μας. Και η Ίρις μες την τρελή χαρά, να θέλει να φάει και να πει νερό (έπρεπε να είναι τελείως νηστική), να θέλει παιχνίδια και χάδια και γουτσουγούτσου και εγώ να σέρνομαι…
Στις δώδεκα ξεκινάμε. Κάναμε μια μεγάλη βόλτα και καταλήξαμε στον κτηνίατρο.
Κι αν κάτι δεν πάει καλά;
Έσπρωξα την πόρτα με βαριά καρδιά. Για πρώτη φορά η Ίρις δεν ήθελε να μπει μέσα (είναι κολλητοί με τον κτηνίατρο), για πρώτη φορά αγρίεψε σε θηλυκό (περίμενε την σειρά της γιατί είχε ψωνίσει ένα ωραιότατο αφρατοζουμπουρλούδικο τσιμπούρι).
Έμεινα μαζί της μέχρι να κοιμηθεί με τη νάρκωση.
Κι αν κάτι δεν πάει καλά;
Η αναμονή ατελείωτη. Τα λεπτά δεν περνούσαν με τίποτα. Ο ενοχικός μου χαρακτήρας με περιγελούσε… και οι λεπτοδείκτες δεν έλεγαν να κουνηθούν.
Κι αν κάτι δεν πάει καλά;
Ήμουν δίπλα της μόλις άνοιξε τα μάτια της. Της χαϊδευα το χεράκι και της μιλούσα.
Σιγά σιγά συνερχόταν από τη νάρκωση. Της είχε χορηγήσει δυνατά παυσίπονα και της έκανε μια αντιβιοτική ένεση, μια γάζα στην τομή, της έβαλε και το κολάρο της Φρειδερίκης και είμαστε έτοιμοι να φύγουμε.
Όλα είχαν πάει καλά !!!
Στο σπίτι την είχαμε βασίλισσα. Όπως μου είχε πει ο κτηνίατρος άρχισε να περπατά τρεκλίζοντας (εκεί ήθελε προσοχή να μην κτυπήσει) και την πηγαίναμε εμείς εκεί που έκανε τσισάκια. Ξυπνούσε και κοιμόταν συνέχεια. Προσπαθούσε να βολευτεί μια δεξιά, μια αριστερά. Μας κοιτούσε μες τα μάτια με παράπονο και απορία. Της έβρεχα τα χείλη με το δάχτυλο μου και μου το έγλυφε με μανία.
Δεν παραπονέθηκε, δεν κλαψούρισε, δεν λέρωσε… ήταν μια ΚΥΡΙΑ.
Δεύτερο ξενύχτι. Τώρα ήρεμο και συντροφικό. Την έχω στο κρεβατάκι της δίπλα μου και παρακολουθώ την ανάσα της και τον αναστεναγμό της. Είναι καλά.
Την Κυριακή το πρωί ήταν σαφώς καλύτερα. Ποιο ζωηρή, χωρίς όμως να είναι η Ίρις που ξέραμε. Αλλά τώρα περπατά σταθερά και προσπαθεί με μανία να βγάλει το κολάρο. Κουτουλά παντού, σε πόρτες, τοίχους, έπιπλα, πόδια. Η τομή δεν έχει βγάλει μια στάλα αίμα και της αφαιρώ τις γάζες. Μιλάμε τηλεφωνικά με τον κτηνίατρο και κανονίζουμε Δευτέρα μεσημέρι να πάμε για μια δεύτερη αντιβιοτική ένεση. Έφαγε λίγη ξηρά τροφή και ήπιε νερό.
Την Δευτέρα είναι η Ίρις που ξέρουμε !!! Γαυγίζει του κερατά. Θέλει παιχνίδια με το χαζόμπαλο από τα πασχαλινά αυγά. Θέλει να πάει βόλτα αλλά δεν το κάνω απόφαση γιατί το πρωί σαν σκούπα hoover που είναι ήθελε να σκανάρει τον δρόμο με αποτέλεσμα τα χτυπά με το κολάρο και να την πάω και να την γυρίσω στον κτηνίατρο με τα χέρια. Θέλει να φάει από το τοστ μου. Της δίνω λίγο (το μισό
). Μαλώνει με το πλυντήριο. Κυνηγάει μια μύγα… Ναι είναι η Ίρις μας και είναι καλά.
Ένα βάρος έχει φύγει από πάνω μου. Στο τέλος του μήνα θα βγάλει τα ράμματα και της έχω κλείσει και special περιποίηση γιατί μέχρι τότε δεν θα βλέπεται.
Σπρώχνω τον ενοχικό μου χαρακτήρα στο βάθος του μυαλού μου και τον βάζω σε χειμερία νάρκη.
(Αυτό δεν είναι σεντόνι…. Είναι ο Χυτήρογλου, το bed and bath και η Epavlis μαζί)
Τέσσερα άτομα, τέσσερις διαφορετικές απόψεις.
- Καθόλου (ο σύζυγος)
- Μετά την πρώτη γέννα ( η μικρή κόρη)
- «Εγώ πότε θα γίνω μάνα;;;» θα με ρωτάει με το βλέμμα της (υποστήριζε η μεγάλη κόρη)
- Στην σωστή ηλικία (προσπαθούσα να κρατήσω μπαλάτζα)
Ορίσαμε την στείρωση για το Σάββατο το πρωί ώστε να έχουμε μπροστά μας Σαββατοκύριακο για να την προσέχουμε (τελικά πήρα άδεια και την Δευτέρα).
Το βράδυ της Παρασκευής πέρασε δύσκολα. Ο ενοχικός μου χαρακτήρας με βασάνιζε ανηλεώς.
Κι αν κάτι δεν πάει καλά; Κι αν δεν είναι η σωστή απόφαση και έπρεπε αργότερα κι όχι τόσο νωρίς;
Ο σύζυγος καμιά εικοσαριά φορές σηκώθηκε (για νερό, για τσιγάρο, για τουαλέτα) να φυσά και να ξεφυσά. Να την χαϊδεύει, να της ψιθυρίζει, να την καθησυχάζει.
Άντεξα μέχρι τις έξι. Το στρώμα δεν με σήκωνε. Έκανα καφέ και κάθισα στο μπαλκονάκι. Η πρωινή υγρασία ήταν ευπρόσδεκτη. Μου καθάρισε το μυαλό. Ήταν για το καλό της.
Κι αν κάτι δεν πάει καλά;
Ο σύζυγος έφυγε για τη δουλειά, τα παιδιά σηκώθηκαν η μεγάλη φροντιστήριο, η μικρή βόλτα με τους φίλους της και μένω μόνη στο σπίτι προσπαθώντας να εξηγήσω / δικαιολογήσω την απόφαση μας. Και η Ίρις μες την τρελή χαρά, να θέλει να φάει και να πει νερό (έπρεπε να είναι τελείως νηστική), να θέλει παιχνίδια και χάδια και γουτσουγούτσου και εγώ να σέρνομαι…
Στις δώδεκα ξεκινάμε. Κάναμε μια μεγάλη βόλτα και καταλήξαμε στον κτηνίατρο.
Κι αν κάτι δεν πάει καλά;
Έσπρωξα την πόρτα με βαριά καρδιά. Για πρώτη φορά η Ίρις δεν ήθελε να μπει μέσα (είναι κολλητοί με τον κτηνίατρο), για πρώτη φορά αγρίεψε σε θηλυκό (περίμενε την σειρά της γιατί είχε ψωνίσει ένα ωραιότατο αφρατοζουμπουρλούδικο τσιμπούρι).
Έμεινα μαζί της μέχρι να κοιμηθεί με τη νάρκωση.
Κι αν κάτι δεν πάει καλά;
Η αναμονή ατελείωτη. Τα λεπτά δεν περνούσαν με τίποτα. Ο ενοχικός μου χαρακτήρας με περιγελούσε… και οι λεπτοδείκτες δεν έλεγαν να κουνηθούν.
Κι αν κάτι δεν πάει καλά;
Ήμουν δίπλα της μόλις άνοιξε τα μάτια της. Της χαϊδευα το χεράκι και της μιλούσα.
Σιγά σιγά συνερχόταν από τη νάρκωση. Της είχε χορηγήσει δυνατά παυσίπονα και της έκανε μια αντιβιοτική ένεση, μια γάζα στην τομή, της έβαλε και το κολάρο της Φρειδερίκης και είμαστε έτοιμοι να φύγουμε.
Όλα είχαν πάει καλά !!!
Στο σπίτι την είχαμε βασίλισσα. Όπως μου είχε πει ο κτηνίατρος άρχισε να περπατά τρεκλίζοντας (εκεί ήθελε προσοχή να μην κτυπήσει) και την πηγαίναμε εμείς εκεί που έκανε τσισάκια. Ξυπνούσε και κοιμόταν συνέχεια. Προσπαθούσε να βολευτεί μια δεξιά, μια αριστερά. Μας κοιτούσε μες τα μάτια με παράπονο και απορία. Της έβρεχα τα χείλη με το δάχτυλο μου και μου το έγλυφε με μανία.
Δεν παραπονέθηκε, δεν κλαψούρισε, δεν λέρωσε… ήταν μια ΚΥΡΙΑ.
Δεύτερο ξενύχτι. Τώρα ήρεμο και συντροφικό. Την έχω στο κρεβατάκι της δίπλα μου και παρακολουθώ την ανάσα της και τον αναστεναγμό της. Είναι καλά.
Την Κυριακή το πρωί ήταν σαφώς καλύτερα. Ποιο ζωηρή, χωρίς όμως να είναι η Ίρις που ξέραμε. Αλλά τώρα περπατά σταθερά και προσπαθεί με μανία να βγάλει το κολάρο. Κουτουλά παντού, σε πόρτες, τοίχους, έπιπλα, πόδια. Η τομή δεν έχει βγάλει μια στάλα αίμα και της αφαιρώ τις γάζες. Μιλάμε τηλεφωνικά με τον κτηνίατρο και κανονίζουμε Δευτέρα μεσημέρι να πάμε για μια δεύτερη αντιβιοτική ένεση. Έφαγε λίγη ξηρά τροφή και ήπιε νερό.
Την Δευτέρα είναι η Ίρις που ξέρουμε !!! Γαυγίζει του κερατά. Θέλει παιχνίδια με το χαζόμπαλο από τα πασχαλινά αυγά. Θέλει να πάει βόλτα αλλά δεν το κάνω απόφαση γιατί το πρωί σαν σκούπα hoover που είναι ήθελε να σκανάρει τον δρόμο με αποτέλεσμα τα χτυπά με το κολάρο και να την πάω και να την γυρίσω στον κτηνίατρο με τα χέρια. Θέλει να φάει από το τοστ μου. Της δίνω λίγο (το μισό
Ένα βάρος έχει φύγει από πάνω μου. Στο τέλος του μήνα θα βγάλει τα ράμματα και της έχω κλείσει και special περιποίηση γιατί μέχρι τότε δεν θα βλέπεται.
Σπρώχνω τον ενοχικό μου χαρακτήρα στο βάθος του μυαλού μου και τον βάζω σε χειμερία νάρκη.
(Αυτό δεν είναι σεντόνι…. Είναι ο Χυτήρογλου, το bed and bath και η Epavlis μαζί)